Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κομάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κομάω, Ιων. -έω, Επικ. μτχ. κομόων· μέλ. -ήσω· (κόμηI. 1. αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω μακριά μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· κομέειν τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· τα πρώτα χρόνια οι Έλληνες είχαν μακριά μαλλιά, απ' όπου, κάρη κομόωντες Ἀχαιοί, στον Όμηρ. Στη Σπάρτη συνεχίστηκε αυτή η συνήθεια. Στην Αθήνα διατηρούσαν μακριά κόμη οι νέοι ως το δέκατο όγδοο έτος, όπου τότε πρόσφεραν τους βοστρύχούς τους σε κάποια θεότητα· το να έχει κάποιος μακριά μαλλιά θεωρούνταν ένδειξη αριστοκρατικής καταγωγής· απ' όπου, 2. κομᾶν, σήμαινε καμαρώνω, περηφανεύομαι, είμαι περήφανος ή αλαζονικός, όπως το Λατ. cristam tollere, σε Αριστοφ.· οὗτος ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, στόχευσε στη μοναρχία, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τῷ κομᾷς; για ποιο λόγο περηφανεύεσαι; σε Αριστοφ. II. λέγεται για άλογα, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε, διακοσμημένος με χρυσές χαίτες, σε Ομήρ. Ιλ. III. μεταφ., λέγεται για δένδρα και φυτά, έχω φύλλωμα, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.