LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κατα-σκευάζω"
- κατα-σκευάζω, μέλ. -σκευάσω· 1. εξοπλίζω ή εφοδιάζω πλήρως, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. — Παθ., σκηνὴ χρυσῷ κατεσκευασμένη, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. ετοιμάζω, φτιάχνω, δημιουργώ, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· απ' όπου, προετοιμάζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, δημοκρατίαν, σε Ξεν.· συμπόσιον, σε Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., ετοιμάζω για τον εαυτό μου, ιδίως, ανοικοδομώ οικία και την εξοπλίζω, σε Θουκ.· συσκευάζω, επίσης αντίθ. προς το ἀνασκευάζεσθαι, σε Ξεν. 3. λέγεται για δόλιες συναλλαγές, απατηλές ενέργειες, παρασκευάζω, επινοώ, στον ίδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, δωροδοκώ, εξαγοράζω, σε Αριστ. 4. α) καθιστώ τέτοιου είδους, με δεύτερη αιτ., εἰ μὴ Γοργίαν Νέστορά τινα κατασκευάζεις, εκτός και αν καταστήσει το Γοργία ένα είδος Νέστορα, σε Πλάτ.· β) επίσης, αναπαριστώ ως τέτοιο, κ. τινὰ πάροινον, σε Δημ. 5. στους Λογικούς, α) «οικοδομώ» ένα επιχείρημα, σε Αριστ. β) απόλ. στη Μέσ., καθιστώ έτοιμο να πράξει, ὡς πολεμήσοντες, σε Θουκ.· ὡς οἰκήσων, σε Ξεν.

