Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατάλογος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατάλογος, , (καταλέγω), 1. καταχώριση, καταγραφή, εγγραφή σε μητρώο ή κατάλογο, κατάλογος, λίστα, κατάσταση, σε Πλάτ.· κ. νεῶν, ο κατάλογος των πλοίων, σε Ομήρ. Ιλ.
Β. 2.
στην Αθήνα, κατάλογος, μητρώο των πολιτών, σε Αριστοφ. κ.λπ.· (ὁπλῖται) ἐκ καταλόγου, κατάλογος στρατευσίμων, σε Θουκ. κ.λπ.· οἱ ἐν τῷ καταλόγῳ, σε Ξεν.· οἱ ἔξω τοῦ κ., ή οἱ ὑπὲρ τὸν κ., οι απόστρατοι, Λατ. emeriti, στον ίδ.· καταλόγοις χρηστοῖς ἐκκριθέν, λέγεται για το εκλεκτό, επίλεκτο στράτευμα, σε Θουκ.