LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "εἰσ-έρχομαι"
- εἰσ-έρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι, αόρ. βʹ -ήλῠθον, -ῆλθον· τον Αττ. μέλ. συμπληρώνει το εἴσειμι, και τον παρατ. το εἰσῄειν· I. Αποθ., μπαίνω σε ή μέσα, εισέρχομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στον πεζό λόγο, εἰσ. εἰς..., σε Ξεν. κ.λπ.· εἰσ. εἰς τὰς σπονδάς, μπαίνω σε συνθήκη, συμμαχία, σε Θουκ.· εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους, μπαίνω στην ηλικιακή τάξη των Εφήβων, σε Ξεν.· λέγεται για χρήματα, εισρέω, εισέρχομαι, στον ίδ. II. 1. λέγεται για το Χορό ή τους Υποκριτές του θεάτρου, ανεβαίνω πάνω στη σκηνή, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.· μπαίνω, εντάσσομαι στους καταλόγους, σε Σοφ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, λέγεται για τον ενάγοντα, παρουσιάζομαι στο δικαστήριο, σε Πλάτ., Δημ. III. μεταφ., (μένος) ἄνδρας ἐσέρχεται, θάρρος μπαίνει μέσα στους άνδρες, εμβάλλεται σε αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· Κροῖσον γέλως εἰσῆλθε· επίσης με δοτ., δέος εἰσ. τινι, σε Πλάτ.· επίσης, μπαίνω στο μυαλό κάποιου, σε Ηρόδ.· ομοίως απρόσ., εἰσῆλθε αὐτόν, με απαρ., έρχεται στο μυαλό κάποιου ότι..., στον ίδ.

