Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ευ"

Βρέθηκαν 878 λήμματα [861 - 878]
εὐ-ψάμᾰθος, -ον, αμμώδης, σε Ανθ.
εὐψῡχέω, μέλ. -ήσω, I. είμαι θαρραλέος, σε Κ.Δ. II. προστ. εὐψύχει, «στο καλό», «καλό ταξίδι», λέγεται για επιτύμβια επιγραφή, σε Ανθ.
εὐψῡχία, , καλό θάρρος, γενναιότητα, υψηλό φρόνημα, ηθικό, σε Αισχύλ. κ.λπ.
εὔ-ψῡχος, -ον (ψυχή), θαραλλέος, γενναιόψυχος, ανδρείος, άφοβος, ψυχωμένος, Λατ. animosus, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ ἐς τὸ ἔργα εὔψυχον, σε Θουκ.· εὐψυχότατοι πρὸς τὸ ἐπιέναι, στον ίδ.· επίρρ. -χως, σε Ξεν.
εὕω, μέλ. εὕσω, αόρ. αʹ εὗσα· καψαλίζω, καίω ελαφρά, λέγεται για το καψάλισμα των τριχών των γουρουνιών, σε Όμηρ.
εὐ-ώδης, -ες (ὄδωδα), αυτός που έχει γλυκιά μυρωδιά, ευωδιαστός, αρωματικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐωδέστατος, σε Ηρόδ.
εὐωδία, Ιων. -ίη, , γλυκιά μυρωδιά, σε Ηρόδ., Ξεν.
εὐ-ώδῑν, -ῑνος, , , αυτός που γεννά εύκολα, γόνιμος, παραγωγικός, σε Ανθ.
εὐ-ώλενος, -ον (ὠλένη), αυτός που έχει ωραία χέρια, όμορφα μπράτσα, σε Πίνδ., Ευρ.
εὔ-ωνος, -ον, αυτός που έχει σωστή τιμή, φθηνός (Γαλλ. à bon marché), σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.
εὐ-ώνῠμος, -ον (ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομαI. 1. αυτός που έχει καλό όνομα, τιμημένος, έντιμος, σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ. 2. ευοίωνος, ευνοϊκός, αίσιος, στον ίδ., Πλάτ. II. ευφημ. αντί ἀριστερός (γιατί οι κακοί οιωνοί έρχονταν απ' τα αριστερά), αριστερός, αυτός που βρίσκεται στ' αριστερά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἐξ ἐυωνύμου χειρός ή ἐξ εὐωνύμου, στα αριστερά, σε Ηρόδ.
εὐ-ῶπις, -ιδος, (ὤψ), αυτός που έχει ωραία εμφάνιση, καλή όψη, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
εὐ-ωπός, -όν, = εὐώψ, σε Ευρ.· εὐ. πύλαι, φιλικές πύλες, στον ίδ.
εὐωριάζω, αμελώ, παραμελώ, σε Αισχύλ.
εὔ-ωρος, -ον (ὤρα), αμελής, αδιάφορος, τινος, για κάτι.
εὐ-ωχέω, μέλ. -ήσωΜέσ., μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ εὐωχησάμην, επίσης σε Παθ. τύπο εὐωχήθην (εὖ, ἔχωI. κάνω το τραπέζι ή ταΐζω καλά, ψυχαγωγώ, δεξιώνομαι πολυτελώς, σε Ηρόδ., Αττ.Μέσ., τρώω, τρέφομαι πολυτελώς, τρωγοπίνω πλουσιοπάροχα, σε Ηρόδ.· κρέα εὐωχ., τρώω χορταστικά, απολαμβάνω, σε Ξεν.· λέγεται για ζώα, τρώω μέχρι κορεσμού, σε Αριστοφ., Ξεν. II. μεταφ., εὐωχεῖν τινα καινῶν λόγων, τον ψυχαγωγώ με καινοφάνη λόγια, σε Θεόφρ.Μέσ., ευχαριστιέμαι, εντρυφώ, απολαμβάνω, με γεν., τοῦ λόγου, σε Πλάτ.
εὐωχία, , ξεφάντωμα, γλεντοκόπι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λόγωνεὐωχίαι, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ.
εὐ-ώψ, -ῶπος, , (ὤψ), καλός στην όψη, σε Σοφ.