Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ευ"

Βρέθηκαν 878 λήμματα [681 - 700]
εὐρωστία, , καλή κατάσταση του σώματος, δύναμη, ισχύ, σε Πλούτ.
εὔ-ρωστος, -ον (ῥώννυμι), υγιής, ρωμαλέος, γερός, δυνατός, ισχυρός, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
εὐρωτιάω (εὐρώς), είμαι ή γίνομαι σάπιος, μουχλιάζω, φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, βίος εὐρωτιῶν, ζωή βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη λάσπη, σε Αριστοφ.
ἐΰς, , αιτ. ἐΰν· Επικ. ουδ. ἠΰ (το εὖ χρησιμ. μόνο ως επίρρ.Επικ. γεν. ἐῆος, πληθ. ἐάων (βλ. εὖ)· αγαθός, γενναίος, ευγενής, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ., ἐάων, λέγεται για καλά πράγματα, για αγαθά, για καλή τύχη, στον ίδ.
εὖσα, Δωρ. θηλ. μτχ. του εἰμί (sum).
εὗσα, αόρ. αʹ του εὕω.
εὔσαρκος, -ον (σάρξ), παχύσαρκος, σαρκώδης, αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση, παχουλός, γεμάτος, σε Ξεν.
εὐσέβεια, ποιητ. εὐσεβία, , 1. σεβασμός απέναντι στους θεούς, θεοσέβεια, θρησκευτική πίστη, ευλάβεια, σε Τραγ.· εὐσ.Ζηνός, απέναντι σ' αυτόν, σε Σοφ.· πρὸς εὐσέβειαν = εὐσεβῶς, στον ίδ.· επίσης, όπως το Λατ. pietas, σεβασμός προς τους γονείς, σε Πλάτ. 2. τιμή, διάκριση ή φήμη λόγο ευσέβειας, σε Σοφ.
εὐσεβέω, μέλ. -ήσω, ζω ή φέρομαι με ευσέβεια και ευλάβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· εἴς τινα, απέναντι σε κάποιον, στον ίδ.· εὐσ. τὰ πρὸς θεούς, σε ζητήματα που αναφέρονται στους θεούς, που έχουν σχέση με τους θεούς, στον ίδ.· επίσης, εὐσ. θεούς, ο σεβασμός προς αυτούς, σε Αισχύλ.
εὐ-σεβής, -ές (σέβω), Λατ. pius· I. ευλαβής, θρήσκος, θεοσεβής, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· εὐσεβὴς χεῖρα, δίκαιος στην πράξη, στα έργα, σε Αισχύλ. II. λέγεται για πράξεις, πράγματα κ.λπ., άγιος, καθαγιασμένος, ιερός, θρησκευτικός, στον ίδ., σε Ευρ.· εὐσεβές (ἐστι), με απαρ., σε Ανθ.· ομοίως και, ἐν εὐσεβεῖ (ἐστι), σε Ευρ.· τὸ εὐσ. = εὐσέβεια, σε Σοφ. κ.λπ. III. επίρρ. εὐσεβέως, Αττ. -βῶς, σε Πίνδ. κ.λπ.· εὐσεβῶς ἔχει αντί εὐσεβές ἐστι, σε Σοφ.· συγκρ. -έστερον, σε Ξεν.· υπερθ. -έστατα, σε Ισοκρ.
εὐσεβία, , ποιητ. αντί εὐσέβεια, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.
εὔ-σελμος, Επικ. ἐΰσ-σελμος, -ον (σέλμα), αυτός που έχει καλά καθίσματα, αυτός που έχει καλές σειρές κουπιών, σε Όμηρ., Ευρ.
εὔ-σεπτος, -ον (σέβω), σεπτός, θείος, ιερός, σε Σοφ.
εὔ-σημος, -ον (σῆμα), I. αυτός που έχει καλά σημάδια ή οιωνούς, ευοίωνος, σε Ευρ. II. 1. αυτός που γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος από σημάδια ή οιωνούς, ευδιάγνωστος, σε Αισχύλ. 2. αυτός που δεν έχει πρόβλημα στην κατανόηση, εύληπτος, ευδιάκριτος, ευκρινής, ξεκάθαρος, σαφής, σε Σοφ.
εὐσθενέω, είμαι δυνατός, υγιής, σε Ευρ.
εὐ-σθενής, Επικ. -ἐϋ-σθ-, -ές (σθένος), ισχυρός, σθεναρός, ρωμαλέος, σε Ανθ.
εὐ-σίπῠος, -ον (σῐπύα), αυτός που έχει γεμάτη τη σιταποθήκη του, σε Ανθ.
εὐ-σκάνδιξ, -ῑκος, , , αυτός που είναι άφθονος σε μυρώνια, σε Ανθ.
εὔ-σκαρθμος, -ον (σκαίρω), αυτός που αναπηδά γρήγορα, ευκίνητος, ταχυκίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
εὐ-σκέπαστος, -ον (σκεπάζω), καλά προφυλαγμένος, σε Θουκ.