Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ευ"

Βρέθηκαν 878 λήμματα [621 - 640]
εὔ-ρῑς, -ῑνος, , (ῥίς), αυτός που έχει καλή μύτη, δηλ. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
εὑρίσκω, παρατ. ηὕρισκον ή εὕρ-, μέλ. εὑρήσω, αόρ. βʹ εὗρον ή ηὗρον, Επικ. απαρ. εὑρέμεναι· παρακ. εὕρηκαΜέσ., μέλ. εὑρήσομαι, αόρ. βʹ εὑρόμην ή Αττ. ηὑρ-· αόρ. αʹ εὑράμηνΠαθ., μέλ. εὑρεθήσομαι· επίσης Μέσ. (με Παθ. σημασία) εὑρήσομαι· αόρ. αʹ εὑρέθην, παρακ. ηὕρημαι ή εὕρ-· I. 1. βρίσκω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., βρίσκω ότι, σε Ηρόδ.· και σε Παθ., ἢν εὑρεθῇς δίκαιος ὤν, σε Σοφ. 2. με απαρ., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι, βρήκε ότι εκείνο που έπρεπε να γίνει γι' αυτόν ήταν, σε Ηρόδ. II. ανευρίσκω, ανακαλύπτω, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρβλ. εὕρημα II· ομοίως, σε Μέσ., βρίσκω για λογαριασμό μου, σε Ομήρ. Οδ. III. εφευρίσκω, σκαρώνω, σχεδιάζω, επινοώ, μηχανεύομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ.Μέσ., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται, τα έργα γίνονται λόγια, δηλ. μιλούν από μόνα τους, σε Σοφ. IV. βρίσκω, παίρνω, αποκτώ, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.Μέσ., βρίσκω, παίρνω για τον εαυτό μου, επιφέρω στον εαυτό μου, κακὸν εὕρετο, σε Ομήρ. Οδ.· αὐτὸς εὑρόμην πόνους, σε Αισχύλ. V. λέγεται για εμπορεύματα, βρίσκω αγοραστή, πιάνω καλή τιμή, κερδίζω, πολλὸν χρυσίον εὑροῦσα, έχοντας πιάσει καλή τιμή, σε Ηρόδ.· ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος, πουλάει σε ό,τι τιμή θα πιάσει, σε τυχαία τιμή, σε Ξεν.
εὐροέω, μέλ. -ήσω (εὔροος),· I. ρέω, κυλώ καλά ή άφθονα· μεταφ., πηγαίνω καλά, είμαι ευνοϊκός, σε Ευρ. II. είμαι ευφραδής, μιλώ επιτυχημένα, σε Πλούτ.
εὔροια, , I. καλή ροή, ελεύθερη δίοδος, σε Πλάτ. II. ευφράδεια, στον ίδ. III. ευκολία, στον ίδ.
εὐ-ροίζητος, -ον (ῥοιζέω), αυτός που σφυρίζει δυνατά, σε Ανθ.
εὕροιμι, -οίμην, ευκτ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. βʹ του εὑρίσκω.
εὐρο-κλύδων, -ωνος, , στις Πράξ. Αποστ., πιθ. θυελλώδης άνεμος από την Ανατολή· αλλά, πιθ. γραφή εὐρ-ακύλων, Euro-aquilo, δηλ. βορειοανατολικός άνεμος.
εὗρον, αόρ. βʹ του εὑρίσκω· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.
εὔ-ροος, Επικ. ἐΰρ-ροος, -ον, συνηρ. εὔ-ρους, -ουνI. αυτός που ρέει, κυλά καλά ή άφθονα, αυτός που έχει καλά ρεύματα, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ., Ευρ. II. λέγεται για λόγια, ομιλία, ρέων, ευφραδής, ετοιμόλογος, εύγλωττος, στον ίδ.
εὔ-ροπος, -ον (ῥέπω), επιρρεπής, αυτός που γλιστρά, ολισθαίνει εύκολα, σε Ανθ.
Εὖρος, , ανατολικός άνεμος, Λατ. Eurus, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. συγγενές προς τα ἠώς, ἕως, ο πρωινός άνεμος, όπως Ζέφυρος προς το ζόφος, ο βραδυνός άνεμος).
εὖρος, τό, πλάτος, φάρδος, απόλ., εὖρος, κατά πλάτος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και, τὸ εὖρος, σε Ξεν.· εἰς εὖρος, σε Ευρ.
ἐϋρ-ρᾰφής, -ές (ῥάπτω), καλορραμμένος, σε Ομήρ. Οδ.
ἐϋρ-ρεής, -ές (ῥέω), αυτός που ρέει ομαλά, κυλάει καλά, Επικ. γεν., ἐϋρρεῖος ποταμοῖο, συνηρ. αντί ἐϋρρεέος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἐϋρ-ρείτης, -ου, (ῥέω), = ἐϋρρεής, σε Όμηρ., Ευρ.
ἐΰρ-ρηνος, -ον (ῥήν), αποτελούμενος από καλά πρόβατα, σε Ανθ.
ἐΰρ-ριν, ἐΰρ-ροος, Επικ. αντί εὔ-ριν, εὔ-ροος.
εὐρῠ-άγυιᾰ, θηλ. επίθ., χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ., αυτή που έχει πλατείς δρόμους, επίθ. των μεγάλων πόλεων, σε Όμηρ.
εὐρύ-ᾰλος, -ον (ἅλως), αυτός που έχει πλατύ, φαρδύ αλώνι· γενικά, αχανής, απέραντος, εκτεταμένος, σε Ανθ.
εὐρυ-βίας, Ιων. -βίης, -ου, , = εὐρυσθενής, σε Ησίοδ., Πίνδ.