Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ευ"

Βρέθηκαν 878 λήμματα [601 - 620]
εὑράμην, Μέσ. αόρ. αʹ του εὑρίσκω.
εὐράξ, επίρρ. (εὖροςI. από τη μια πλευρά, πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ. II. εὐρὰξ πατάξ, επιφών., κραυγή για εκφοβισμό πτηνών, σε Αριστοφ.
εὑρέθην, Παθ. αόρ. αʹ του εὑρίσκω· εὑρεῖν, Επικ. εὑρέμεναι, απαρ. αορ. βʹ.
εὕρεσις, -εως, (εὑρεῖν), εύρεση, ανακάλυψη, σε Πλάτ.
εὑρετέος, , -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
εὑρετής, -οῦ, (εὑρεῖν), εφευρέτης, επινοητής, αυτός που ανακαλύπτει, σε Πλάτ.
εὑρετικός, , -ὸν (εὑρεῖν), εφευρετικός, πολυμήχανος, δαιμόνιος, σε Πλάτ.
εὕρετο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του εὑρίσκω.
εὑρετός, , -όν, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που μπορεί να βρεθεί, εμφανής, σε Ξεν.
εὕρηκα, -ημαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του εὑρίσκω.
εὕρημα, -ατος, τό (εὑρεῖν),· I. 1. εφεύρεση, ανακάλυψη, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. με γεν., εφεύρεση χάριν ενός πράγματος, θεραπεία, σε Ευρ., Δημ. II. αυτό που βρίσκεται απροσδόκητα, ανέλπιστα, δηλ. παραπλήσιο του Ἕρμαιον, ευτύχημα, θεόσταλτη τύχη, αναπάντεχη τύχη, κέρδος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. III. λέγεται για παιδί, έκθετο βρέφος, εγκαταλελειμμένο τέκνο, σε Σοφ., Ευρ.
εὑρῆν, Δωρ. αντί εὑρεῖν.
εὑρησι-επής, -ές (ἔπος), δεξιοτέχνης στα λόγια, ευφραδής, σε Πίνδ.· φλύαρος, πολυλογάς, σοφιστικός, σε Αριστοφ.
εὑρήσω, μέλ. του εὑρίσκω.
εὑρήτωρ, -ορος, , = εὑρετής, σε Ανθ.
εὔ-ρῑνος, Επικ. ἐΰρ-ρ-, -ον (ῥίς), = εὔρις, σε Βάβρ. κ.λπ.
εὔ-ρῑνος, Επικ. ἐΰρ-ρ-, -ον (ῥινός), φτιαγμένος από καλό δέρμα, σε Ανθ.
Εὐρῑπίδειος, , -ον, αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον Ευριπίδη, σε Πλάτ.
Εὐρῑπίδιον, τό, μικρός Ευριπίδης, έκφραση τρυφερότητας, σε Αριστοφ.
εὔ-ρῑπος, (ῥιπίζω),· I. μέρος που η παλίρροια είναι ορμητική, ιδίως, πορθμός, στενό θάλασσας που χωρίζει την Εύβοια από την Βοιωτία, στο οποίο το ρεύμα λεγόταν ότι μεταβαλλόταν εφτά φορές την ημέρα, σε Ξεν.· παροιμ., λέγεται για παράφρονα, σε Αισχίν. II. γενικά, κανάλι, διώρυγα, χαντάκι, τάφρος, σε Ανθ.