Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ευ"

Βρέθηκαν 878 λήμματα [181 - 200]
εὐ-εστώ, -οῦς, , υπάρχω, υφίσταμαι, ζω, από εἰμί (sum)], καλή κατάσταση, γαλήνη, ηρεμία, ησυχία, αταραξία, ευημερία, ευδαιμονία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
εὐ-ετηρία, (ἔτος), καλή εποχή, καλή χρονιά, καρποφορία (με αναφορά στους καρπούς της γης), σε Ξεν. κ.λπ.
εὐ-ετία, , = το προηγ., σε Ανθ.
εὐ-εύρετος, -ον (εὑρίσκω), αυτός που βρίσκεται εύκολα, χώρα εὐεύρετος, τόπος στον οποίο εύκολα βρίσκει κάποιος κάτι, σε Ξεν.
εὐ-έφοδος, -ον, ευπρόσβλητος, ευκολοπλησίαστος, ευπρόσιτος, λέγεται για τόπους, σε Ξεν.
εὔ-ζηλος, -ον, αυτός που έχει, επιδεικνύει καλό ζήλο, αμιλλώμενος, φιλότιμος· επίρρ. -λως, σε Ανθ.
εὔ-ζῠγος, Επικ. ἐΰζ-, -ον (ζυγόν III), λέγεται για πλοία, αυτός που έχει καλά καθίσματα κωπηλατών, σε Ομήρ. Οδ.
εὔ-ζωνος, Επικ. ἐΰζ-, -ον (ζώνη),· 1. καλοζωσμένος, λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για άνδρες, ζωσμένος για άσκηση, ντυμένος για περπάτημα, πορεία, δραστήριος, ενεργητικός, το alte praecinctus του Ορατ., σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ελαφρά οπλισμένα στρατιωτικά σώματα, μη φορτωμένος, «ψιλός», Λατ. expeditus, σε Ξεν. 3. μεταφ., ευβάστακτος, πενία, σε Πλούτ.
εὔ-ζωρος, -ον, τελείως καθαρός, αμιγής, λέγεται για κρασί, σε Ευρ.· συγκρ. -ότερος και -έστερος.
εὐ-ηγενής, -ές, Επικ. αντί εὐγενής II, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
εὐ-ηγεσία, (ἡγέομαι), καλή διοίκηση, διακυβέρνηση, σε Ομήρ. Οδ.
εὐήθεια και εὐηθία, Ιων. -ίη, , 1. καλοκαρδοσύνη, ευψυχία, καλή φύση χαρακτήρα, καλή ποιότητα ήθους, ευθύτητα, ντομπροσύνη, απλότητα, τιμιότητα, σε Ηρόδ., Αττ. 2. με αρνητική σημασία, απλοϊκότητα, ανοησία, μωρία, άνοια, βλακεία, σε Ηρόδ., Αττ.
εὐ-ήθης, -ες (ἦθος),· I. 1. καλόκαρδος, καλόψυχος, ανοιχτόκαρδος, αγαθός, άδολος, ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος, σε Πλάτ.· τὸ εὔηθες = εὐήθεια, σε Θουκ. 2. με αρνητική σημασία, απλοϊκός, ανόητος, μωρός, κουτός, σε Ηρόδ., Αττ.· ως ουσ., χαζός, κορόιδο, κουτορνίθι, ηλίθιος, άνθρωπος, σε Ξεν. II. επίρρ. -θως, σε Πλάτ.· συγκρ. -έστερα, στον ίδ.· υπερθ. -έστατα, σε Ευρ.
εὐηθία, Ιων. -ίη, = εὐήθεια.
εὐηθίζομαι, Παθ. (εὐήθης), κάνω τον ανόητο, μιλώ απλοϊκά, σε Πλάτ.
εὐηθικός, , -όν (εὐήθης), αυτός που έχει καλή φύση, ποιότητα ήθους, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
εὐ-ήκης, -ες (ἀκή), οξύς, αιχμηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
εὐ-ήκοος, -ον (ἀκοή), αυτός που πρόθυμα ακούει, λέγεται για τους θεούς, σε Ανθ.
εὐ-ηλάκᾰτος, Δωρ. εὐᾱλακ-, -ον, αυτός που γνέθει καλά, σε Θεόκρ.
εὐ-ήλᾰτος, -ον (ἐλαύνω), αυτός που προσφέρεται για ιππασία· πεδίον εὐ., πεδινός χώρος κατάλληλος για το ιππικό, σε Ξεν.