Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εξελαύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐξ-ελαύνω, μέλ. -ελάσω, συνηρ. -ελῶ, παρακ. -ελήλᾰκα· Επικ. μτχ. ἐξελάων, απαρ. ἐξελάαν, απαντά στον Όμηρ.· I. 1. οδηγώ έξω από, ἄντρου ἐξήλασε μῆλα, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., οδηγώ στην εξοχή για βοσκή, λέγεται για βοσκό, στο ίδ.· ιδίως, οδηγώ έξω ή εκδιώκω, αποβάλλω από έναν τόπο, στο ίδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. βγάζω έξω άλογα ή άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., εξάγω τα άλογά μου, σε Θεόκρ.· παρομοίως, ἐξελαύνειν στρατόν, οδηγώ έξω, βγάζω τον στρατό, σε Ηρόδ. 3. αμτβ., απέρχομαι, εξέρχομαι, σε Ηρόδ.· πορεύομαι ή βγαίνω έφιππος, σε Θουκ. II. ρίχνω κάποιον αναίσθητο με χτύπημα, σε Ομήρ. Οδ. III. σφυρηλατώ μέταλλα, σε Ηρόδ.