Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δι-έξειμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δι-έξειμι, απαρ. -εξιέναι, Επικ. -εξίμεναι, (εἶμι ibo) · I. εξέρχομαι δια μέσου, διέρχομαι απ' άκρον σε άκρο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. διέρχομαι με λεπτομέρεια, εκθέτω αναλυτικά, διηγούμαι, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· δ. περί τινος, εξετάζω κάτι μέσω της μεθόδου της έρευνας, σε Ευρ.