Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δια-τάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξωΠαθ. αόρ. αʹ -ετάχθην, παρακ. -τέταγμαι· I. 1. διορίζω ή κατατάσσω, ταξινομώ, προστάζω, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· απόλ., τακτοποιώ, σε Ξεν.Μέσ., κανονίζω για τον εαυτό μου, τακτοποιώ, ταξινομώ τα δικά μου πράγματα, σε Πλάτ.Παθ., ορίζομαι, διορίζομαι, παρατάσσομαι, με απαρ., σε Ηρόδ. 2. τακτοποιώ τη στρατιά, παρατάσσω στράτευμα, στον ίδ.· επίσης, τάσσω τον καθένα ξεχωριστά, στον ίδ.Μέσ., διαταξάμενοι, παρατεταγμένοι σε παράταξη μάχης, σε Αριστοφ., Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ. διατετάχθαι, σε Ηρόδ. II. Μέσ., επιτάσσω, ορίζω με διαθήκη, σε Ανθ.