LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δηϊόω"
- δηϊόω, Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. δηϊόῳεν, μτχ. δηϊόων, Αττ. ενεστ., δῃῶ, δῃοῦμεν, -οῦτε, παρατ. ἐδῄουν, Ιων. ἐδηΐουν ή ἐδῄευν, Επικ. δῄουν, μέλ. δῃώσω, αόρ. αʹ ἐδῄωσα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδηϊώθην, παρακ. δεδῄωμαι (δήϊος),· I. κόβω, σφαγιάζω, σκοτώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· τεμαχίζω, στο ίδ.· λέγεται για άγρια θηρία, κατασπαράζω, ξεσχίζω, στο ίδ.· τὸν πώγωνα δεδῃωμένος, έχοντας αποκομμένο το σαγόνι του, σε Λουκ. II. ερημώνω ή καταστρέφω μια περιοχή, ερειπώνω, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἄστυ δῃώσειν πυρί, σε Σοφ.

