Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δημᾰγωγέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δημᾰγωγέω, μέλ. -ήσω, 1. οδηγώ, χειραγωγώ το λαό, με αρνητική σημασία, σε Αριστοφ. 2. με αιτ. προσ., κερδίζω την εύνοια κάποιου με τεχνάσματα, σε Ξεν.