Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γνώρῐμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γνώρῐμος, -ον, σπάνια , -ον (γι-γνώσκω), I. γνωστός, οικείος, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· ως ουσ., γνώριμος, φίλος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. κ.λπ. II. πασίγνωστος, αξιοπρόσεκτος, διακεκριμένος, χαρακτηριστικός· οἱ γνώριμοι, η άριστη ή η επιφανής και εύπορη κοινωνική τάξη, αντίθ. προς το δῆμος, στον ίδ.· υπερθ., οἱ γνωριμώτατοι, σε Δημ. III. επίρρ. -μως, σαφώς, ευκρινώς, εύληπτα, ευνόητα, σε Ευρ.