LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὐτίκᾰ[ῐ]"
- αὐτίκᾰ[ῐ], επίρρ. (αὐτός)· I. 1. πάραυτα, αυτοστιγμεί, αμέσως, σε Όμηρ. κ.λπ.· αυτή η σημασία ενισχύεται με τα αὐτίκα νῦν, μάλ' αὐτίκα, σε Ομήρ. Οδ.· με μτχ., αὐτίκ' ἰόντι, αμέσως όταν πήγαινε, στο ίδ.· ομοίως, αὐτίκα γενόμενος, αμέσως όταν γεννήθηκε, σε Ηρόδ.· αὐτίκα καὶ μετέπειτα, τώρα και στην άλλη ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, τὸαὐτίκα και τὸ μέλλον, σε Θουκ.· με ουσ., τὴν αὐτίχ' ἡμέραν, σε Σοφ.· ὁ αὐτίκα φόβος, ο στιγμιαίος φόβος, σε Θουκ. 2. επίσης με αδύναμη σημασία, σύντομα, Λατ. mox, σε Σοφ. κ.λπ. II. για παράδειγμα, για να ξεκινήσουμε..., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· αὐτίκα δὴμάλα, σε Δημ.

