Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ψ"

Βρέθηκαν 202 λήμματα [81 - 100]
ψευδο-νύμφευτοςγάμος, (νυμφεύω), ψευδής, λευκός, νόθος γάμος, σε Ευρ.
ψευδο-πάρθενος, , αυτή που προσποιείται την παρθένα, ψευδής παρθένα, εταίρα, σε Ηρόδ.
ψευδ-όρκιος, -ον (ὅρκος), αυτός που ορκίζεται ψευδώς, επίορκος, σε Ηρόδ.
ψεύδ-ορκος, -ον, = το προηγ., σε Ευρ.
ψεῦδος, -εος, τό (ψεύδωI. ψεύδος, ψέμα, απάτη, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἴ τε ψεῦδος ὑπόσχεσις ἠὲ καὶ οὐχί, είτε η υπόσχεση είναι ψέμα είτε όχι, σε Ομήρ. Ιλ. II. πληθ., ψεύδεα, στίγματα πάνω στη μύτη, σε Θεόκρ.
ψευδο-στομέω, μέλ. -ήσω (στόμα), λέω ψέμματα, ψεύδομαι, σε Σοφ.
ψευδό-φημος, -ον (φήμη), αυτός που ανήκει σε ψευδή προφητεία, σε Σοφ.
Ψευδο-φίλιππος, , ψευδής Φίλιππος, σε Λουκ.
Ψευδό-χριστος, , ψευδής Χριστός, σε Κ.Δ.
ψεύδω (√ ΨΥΔ), μέλ. ψεύσω, αόρ. αʹ ἔψευσαΠαθ., μέλ. ψευσθήσομαι, αόρ. ἐψεύσθην, παρακ. ἔψευσμαι, γʹ ενικ. προστ. ἐψεύσθω·
Α. 1.
εξαπατώ με ψέματα, ψευδολογώ, σε Σοφ. κ.λπ.Παθ., εξαπατώμαι, απατώμαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. ψεύδω τινά τινος, εξαπατώ, διαψεύδω τις ελπίδες, απογοητεύω κάποιον, στον ίδ., σε Σοφ.· επίσης, με γεν. πράγμ., ἐλπίδος ψεύδω τινά, σε Ξεν.Παθ., εξαπατώμαι, απογοητεύομαι για κάτι, ψευσθῆναι ἐλπίδος γάμου, σε Ηρόδ.· δείπνου, σε Αριστοφ. 3. Παθ., επίσης, εξαπατώμαι, πλανώμαι σε ή σχετικά με κάποιο πράγμα, ἐψευσμένοι γνώμης, αυτοί που σχημάτισαν εσφαλμένη γνώμη, σε Ηρόδ.· ἐψευσμένοι τῆςτῶν Ἀθηναίων δυνάμεως, εξαπατημένοι στη γνώμη τους για την αθηναϊκή δύναμη, σε Θουκ.· ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, αντίθ. προς το εἰδέναι ἑαυτούς, σε Ξεν.· επίσης, ψευσθῆναι ἔν τινι, σε Ηρόδ.· περί τινος, σε Ξεν.· επίσης, με αιτ., αὐτοὺς (ὁπλίτας) ἐψευσμένη Ἑλλάς, εξαπατημένη στις εκτιμήσεις της γι' αυτούς, σε Θουκ. 4. λέγεται για ισχυρισμούς ή πληροφορίες, δεν είμαι αληθινός, είμαι ψευδής, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται, ο τρίτος τρόπος της εξήγησης είναι ψευδέστατος, σε Ηρόδ. II. με αιτ. πράγμ., όπως το ψευδοποιέω, παρουσιάζω ένα πράγμα ως ψευδές, διαψεύδω, σε Σοφ.Παθ., ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις, η υπόσχεση που αναιρέθηκε, σε Θουκ. Β. αρχ. και συνηθέστερο είναι το Αποθ. ψεύδομαι, Επικ. προστ. ψεύδεο, μέλ. ψεύσομαι, αόρ. αʹ ἐψευσάμην, παρακ. ἔψευσμαι· I. 1. απόλ., ψεύδομαι, λέω ψέματα, συμπεριφέρομαι ψεύτικα, ψευδολογώ, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., λέω κάτι που δεν είναι αληθινό, είτε εκούσια είτε ακούσια, ὅτιτοῦτο ψεύδομαι, σε Πλάτ.· ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύδομαι, δεν λέω ψέματα σχετικά μ' αυτόν, σε Ανδοκ. 3. είμαι ψεύτης, επίορκος ή ψευδομάρτυρας, σε Ησίοδ. II. όπως το Ενεργ. II, παραβαίνω, αθετώ, ὅρκια ψεύσασθαι, παραβαίνω, αθετώ τους όρκους μου, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ψεύδομαι γάμους, σε Ευρ.· ομοίως στον Παθ. υπερσ., ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν, σε Θουκ.· τὰ χρήματα ἐψευσμένοι ἦσαν, αθέτησαν τον λόγο τους σχετικά με τα χρήματα, σε Ξεν. III. όπως το Ενεργ. I, εξαπατώ με ψέματα, απατώ, σε Αισχύλ., Ευρ.· ψεύδομαί τινά τι, εξαπατώ κάποιον σε κάτι, σε Σοφ., Ευρ.
ψευδ-ώνῠμος, -ον (ὄνομα), αυτός που έχει ψεύτικο, πλαστό όνομα, ψευδώς ονομαζόμενος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, με ψεύτικο όνομα, στον ίδ.
ψευσί-στυξ, -ῠγος, , (στυγέω), αυτός που μισεί το ψέμα, σε Ανθ.
ψεῦσμα, -ατος, τό (ψεύδω), ψέμα, αναλήθεια, σε Πλάτ.
ψευστέω, μέλ. -ήσω, είμαι ψεύτης, ψεύδομαι, εξαπατώ, σε Ομήρ. Ιλ.
ψεύστης, -ου, (ψεύδω1. ψεύτης, απατεώνας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. ως επίθ., όπως το ψευδής, ψεύτικος, απατηλός, σε Πίνδ., Ανθ.
ψεφ-αυγής, -ές, γεν. -έος (αὐγή), αυτός που έχει σκοτεινή λάμψη, δηλ. αυτός που φέγγει ζοφερά, σε Ευρ.
ψεφηνός, , -όν, σκοτεινός, μαύρος, αμυδρός, λέγεται μεταφ. για άνθρωπο, σε Πίνδ.
ψέφος, -εος, τό, σκοτάδι, σε Αλκαίο.
ψῇ, I. γʹ ενικ. του ψάω· II.ψῆ αντί ἔψη, γʹ ενικ. παρατ.
ψῆγμα, -ατος, τό (ψήχω), αυτό που τρίβεται ή τεμαχίζεται, ξύσμα, κομμάτι, μόριο, ρίνισμα, Λατ. ramentum, ψῆγμα (με ή χωρίς τη γεν. χρυσοῦ), χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.· ψῆγμα πυρωθέν, δηλ. σκόνη και στάχτη, σε Αισχύλ.