Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ψ"

Βρέθηκαν 202 λήμματα [161 - 180]
ψῦξαι, απαρ. αορ. αʹ του ψύχω.
ψῡχᾰγωγέω, μέλ. -ήσω (ψυχαγωγόςI. οδηγώ τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο, λέγεται για τον Ερμή, σε Λουκ. II. μεταφ., έλκω τις ψυχές των ζωντανών, θέλγω, προσελκύω, σαγηνεύω, σε Ξεν. κ.λπ.· με αρνητική σημασία, παραπλανώ, εξαπατώ, σε Ισοκρ.
ψῡχᾰγωγία, , ανάκληση των ψυχών των νεκρών· μεταφ., η πειθώ, με την έννοια της προσέλκυσης των ψυχών των ζωντανών, σε Πλάτ.
ψῡχᾰγωγικός, , -όν, ελκυστικός, πειστικός, θελκτικός, σε Πλάτ.
ψῡχ-ᾰγωγός, -όν, I. αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο, λέγεται για τον Ερμή· II. αυτός που ανακαλεί τις ψυχές των νεκρών, αυτός που ανακαλεί τους νεκρούς, που προκαλεί την εμφάνισή τους, σε Αισχύλ.· ως ουσ., ο νεκρομάντης, σε Ευρ.
ψῡχ-ᾰπάτης[ᾰ], -ου, , αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.
ψῡχάριον[ᾰ], τό, υποκορ. του ψυχή, σε Πλάτ.
ψῡχεινός, , -όν (ψύχω), δροσιστικός, δροσερός, αναψυκτικός, σε Ξεν.
ψῡχή, (ψύχω) I. 1. πνοή, Λατ. anima, ιδίως ως σημείο ζωής, ζωή, πνεύμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ψυχή τε μένος τε ψυχή τε καὶ αἰών, ψυχὴ καὶ θυμός, σε Όμηρ.· τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, λέγεται για κάποιον που λιποθυμά, σε Ομήρ. Ιλ.· ψυχὴνπαρθέμενος, παρακινδυνεύοντας ή ρισκάροντας τη ζωή του, σε Ομήρ. Οδ.· ἐμὴν ψυχὴν παραβαλλόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ ψυχῆς, για τη ζωή κάποιου, δηλ. για τη σωτηρία του, σε Ομήρ. Οδ.· μάχεσθαι, θέειν περὶ ψυχῆς, σε Όμηρ.· τρέχειν περὶ ψυχῆς, σε Ηρόδ.· ὁ περὶ τῆς ψυχῆς ἀγών, αγώνας ζωής και θανάτου, σε Σοφ.· ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι, παίρνω εκδίκηση για τη ζωή του Αισώπου, σε Ηρόδ.· ψυχὴν ἀφιέναι, σε Ευρ. 2. μεταφ., λέγεται για προσφιλή πράγματα, όπως η ζωή, χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται βροτοῖσι, σε Ησίοδ.· πᾶσι δ' ἀνθρώποις ψυχὴ τέκν' (ἐστί), σε Ευρ. II. 1. ψυχή του νεκρού, πνεύμα, φάντασμα, σε Όμηρ. 2. ψυχή ή πνεύμα ανθρώπου, Λατ. anima, αντίθ. προς το σῶμα, σε Πλάτ., Ξεν.· ψυχή τινος, περίφραση για τον ίδιο τον άνθρωπο, σε Σοφ.· επίσης, ψυχαί, ψυχές, = ἄνθρωποι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως προσφώνηση, ὦ μελέα ψυχή, σε Σοφ.· ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψυχή, σε Ξεν.· πᾶσα ψυχὴ ὑποτασσέσθω, ας αφήσουμε κάθε ψυχή να υποταχθεί, σε Κ.Δ. 3. ψυχή (ως έδρα της θέλησης, των επιθυμιών, των παθών), καρδιά, ψυχὴν ἄριστε, σε Αριστοφ.· ἐκ τῆς ψυχῆς, ολόψυχα, από καρδιάς, σε Ξεν. 4. σαρκική επιθυμία, όρεξη, ορμή, δοῦναί τι τῇ ψυχῇ, όπως το Λατ. indulgere animo, σε Αισχύλ. III. ψυχή ως όργανο του νου, μυαλό, διάνοια, κρίση, λόγος, ψυχὴν οὐκ ἄκρος, σε Ηρόδ.
ψῡχήϊος, , -ον (ψυχή), έμψυχος, ζωντανός, ζων, σε Πυθαγ. παρά Λουκ.
ψῡχίδιον, τό, υποκορ. του ψυχή, Λατ. animula, σε Λουκ.
ψῡχικός, , -όν (ψυχή1. αυτός που ανήκει στην ψυχή ή στη ζωή, πνευματικός, αντίθ. προς το σωματικός, σε Αριστ., Ανθ. 2. αυτός που σχετίζεται με την υλική ζωή μόνο, ζωικός, ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος, ο φυσικός άνθρωπος, αντίθ. προς το ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, σε Κ.Δ.
ψῡχο-δᾰϊκτής, -οῦ, , αυτός που καταστρέφει ή σκοτώνει την ψυχή, σε Ανθ.
ψῡχο-δοτήρ, -ῆρος, , αυτός που δίνει ζωή, ζωογόνος, σε Ανθ.
ψῡχο-λῐπής, -ές (λείπω), αυτός που δεν έχει ζωή, ξεψυχισμένος, σε Ανθ.
ψῡχο-μᾰχέω, μέλ. -ήσω (μάχομαι), μάχομαι μέχρις εσχάτων, μάχομαι απεγνωσμένα, σε Πολύβ.
ψῡχο-μᾰχία, , μάχη που δίνεται με απόγνωση, σε Πολύβ.
ψῡχο-πλᾰνής, -ές, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.
ψῡχο-πομπός, -όν, αυτός που συνοδεύει ή οδηγεί τις ψυχές στον Άδη, λέγεται για τον Χάροντα, σε Ευρ.
ψῡχορ-ρᾰγέω, μέλ. -ήσω, ψυχομαχώ, χαροπαλεύω, δηλ. βρίσκομαι στην έσχατη αγωνία - αναπνοή (προ του θανάτου), Λατ. animam agere, σε Ευρ.