Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ψ"

Βρέθηκαν 202 λήμματα [141 - 160]
ψιττᾰκός, , παπαγάλος, σε Πλούτ.· επίσης, ψιττάκη, , σε Αριστ. (πιθ. ξένη λέξη).
ψῑχ-άρπαξ, -ᾰγος, (ψίξ), αυτός που αρπάζει ψύχουλα, όνομα ποντικού, σε Βατραχομ.
ψῑχίον, τό, υποκορ. του ψίξ, ψίχουλο, σε Κ.Δ.
ψογερός, , -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, επικριτικός, φιλοκατήγορος, σε Πίνδ.
ψόγιος, , -ον, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο επικριτικός, σε Πίνδ.
ψόγος, (ψέγωI. αξιόμεμπτο σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι, σε Σιμων. II. κατηγορία, επίκριση, μομφή, αποδοκιμασία, σε Πίνδ., Τραγ., κ.λπ.· ψόγοντινὶ ἐπενεγκεῖν, σε Θουκ.
ψολόεις, -εσσα, -εν (ψόλος), καπνισμένος, καπνώδης, αιθαλώδης· ως επίθ. του κεραυνοῦ, καπνώδης, ωχρός, ωχρόμαυρος, σε Ομήρ. Οδ.
ψολο-κομπία, , «καπνισμένη» (δηλ. άδεια) κουβέντα, μεγαληγορία, μεγαλαυχία, σε Αριστοφ.
ψόλος, , αιθάλη, καπνιά, καπνός, σε Αισχύλ.
ψοφέω, μέλ. -ήσω, παρακ. ἐψόφηκα (ψόφοςI. βγάζω άναρθρο ήχο, ηχώ, κάνω φασαρία, σε Ευρ.· ψοφεῖ λάλον τι, η φλυαρία ηχεί σαν σπασμένο αγγείο, σε Αριστοφ.· ὥσπερ κύμβαλον ψοφεῖν, σε Ξεν. II. με αιτ., ψοφεῖν τὰς θύρας, χτυπώ την πόρτα από μέσα για να δείξω ότι κάποιος πρόκειται να βγει έξω, σε Μένανδρ.· επίσης, λέγεται για την ίδια την πόρτα (αμτβ.), εἰ αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν, δηλ. αν ακουστεί ότι ανοίγουν, σε Λυσ.
ψοφο-δεής, -ές, γεν. -έος (δέος), αυτός που τρομάζει σε κάθε θόρυβο, ντροπαλός, δειλός, φοβητσιάρης, σε Πλάτ.· τὸ ψοφοδεές, δειλία, σε Πλούτ.
ψοφο-μήδης, -ες, γεν. -εος (μήδομαι), αυτός που αγαπά το θόρυβο, θορυβώδης, επίθ. του Βάκχου, σε Ανθ.
ψόφος, , 1. κάθε άναρθρος ήχος, κρότος, θόρυβος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μουσικά όργανα, ψόφος λωτοῦ, κιθάρας, σε Ευρ. 2. απλός ήχος, κενός ήχος ή θόρυβος, σε Σοφ., Ευρ.· ψόφου πλέως, λέγεται για τον Αισχύλο, σε Αριστοφ.
ψοφ-ώδης, -ες (εἶδος), θορυβώδης, βροντώδης, σε Αισχύλ.
ψῠγῆναι, απαρ. αορ. βʹ του ψύχω, Παθ. μέλ. βʹ ψῠγήσομαι.
ψυδνός, , -όν ή ψυδρός, , -όν (ψεύδομαι), ψεύτικος, σε Θέογν.
ψύθος[ῠ], -εος, τό, ποιητ. τύπος ισοδ. του ψεῦδος, ψέμα, αναλήθεια, συκοφαντία, διαβολή, σε Αισχύλ.
ψυκτήρ, -ῆρος, (ψύχω), ψύκτης κρασιού, αγγείο που χωρούσε από 2 έως 6 μετρητάς, σε Πλάτ.
ψύλλα, -ης, , ψύλλος, Λατ. pulex, σε Αριστοφ., Ξεν.
ψυλλο-τοξότης, -ου, , αυτός που τοξεύει καβάλα σε ψύλλους, κωμ. λέξη στον Λουκ., όπως το ἱππο-τοξότης.