Αποτελέσματα για: "Χ"
Βρέθηκαν 808 λήμματα [741 - 760]
-
χρῶμα, -ατος, τό, 1. επιφάνεια ενός σώματος, ανθρώπινη επιδερμίδα· το χρώμα του δέρματος, σε Ηρόδ.· χρῶμα ἀλλάσσειν, σε Ευρ.· μεθιστάναι τοῦ χρώματος, σε Αριστοφ. 2. γενικά, χρώμα, σε Πλάτ., Ξεν.· μεταφ. σε πληθ., στολίδια, ποικίλματα, σε Πλάτ.· λέγεται για τη μουσική, στον ίδ.
-
χρωμάτιον, τό, υποκορ. του επομ., χρώμα, βαφή, σε Ανθ.
-
χρώννῡμι, = χρῴζω, σε Λουκ.
-
χρώς, ὁ, γεν. χρωτός, δοτ. χρωτί (Αττ. επίσης χρῷ), αιτ. χρῶτα· Ιων. γεν. χροός, δοτ. χροΐ, αιτ. χρόα· I. 1. επιφάνεια κάθε σώματος, επιδερμίδα, δέρμα ανθρώπου, σε Όμηρ.· επίσης, σάρκα, αντίθ. προς τα ὀστά, στον ίδ.· γενικά, σώμα, σάρκα, σε Πίνδ., Τραγ. 2. ἐν χροΐ, Αττ. ἐν χρῷ, κοντά στο δέρμα, ἐν χροΐ κείρειν, κουρεύω μέχρι το δέρμα, σε Ηρόδ.· ἐν χρῷ κεκαρμένος, σε Ξεν.· μεταφ., ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ τοῦτο, πλησιάζει πολύ, σε Σοφ.· ἐν χρῷ παραπλέειν, τόσο κοντά έπλεεε ώστε να ξυρίσει ή να αγγίξει ελαφρώς, Λατ. radere, σε Θουκ.· απόλ., ἐν χρῷ (επίσης και ἐγχρῷ ή ἐγχρῶ), δίπλα στο χέρι, εγγύς, πλησίον, σε Λουκ. II. 1. το χρώμα του δέρματος, σε Όμηρ., Ευρ. 2. γενικά, χρώμα, σε Αισχύλ.
-
χρωτίζω, μέλ. -ίσω όπως χρῴζω, χρωματίζω — Μέσ., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν, σε Αριστοφ.
-
χύδην[ῠ], επίρρ. (χέω), χυτά ή σε ανάμειξη, απ' όπου: I. χωρίς σειρά, στην τύχη, ανακατωμένα, σε Πλάτ., Αριστ. II. σε ρέουσα γλώσσα, δηλ. σε πεζό λόγο, σε Αριστ. III. αφθόνως, ολοκλήρως, ολοσχερώς, σε Ανθ.
-
χῠθείην, ευκτ. Παθ. αορ. αʹ του χέω.
-
χῡλός, -οῦ, ὁ (χέω), χυμός, ιδίως, χυμός, ζουμί που παράγεται από εκχύλισμα ή για αφέψημα· μεταφ., χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων, σε Αριστοφ.· χυλὸς φιλίας, στον ίδ.
-
χὑμεῖς, κράση αντί καὶ ὑμεῖς.
-
χύμενος[ῠ], -η, -ον, Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του χέω.
-
χῡμός, -οῦ, ὁ (χέω), όπως το χυλός, χυμός, σε Πλάτ.
-
χύντο, γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του χέω.
-
χύσις, -εως[ῠ], ἡ (χέω)· 1. χύσιμο, ροή, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για ξηρά πράγματα, σωρός, φύλλων χύσις, σε Ομήρ. Οδ.· ποσότητα σαρκῶν, σε Ανθ. 3. μεταφ., πάροδος χρόνου, στο ίδ.
-
χυτλάζω, μέλ. -άσω, αλείφω μετά το λουτρό· μεταφ., ξαπλώνω χύτλασον σεαυτὸν ἐντοῖς στρώμασιν, σε Αριστοφ.
-
χύτλον, τό (χέω), οτιδήποτε μπορεί να χυθεί, υγρό, ρευστό· νερό και λάδι για επάλειψη μετά το λουτρό.
-
χυτλόω, μέλ. -ώσω, πλένω, λούζω — Μέσ., αλείφομαι μετά το μπάνιο, σε Ομήρ. Οδ.
-
χύτο[ῠ], γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του χέω.
-
χῠτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του χέω· 1. χυμένος, αἷμα χυτόν, χυμένο αίμα, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για ξηρά πράγματα, ριγμένος, συσσωρευμένος, χυτὴ γαῖα, ανάχωμα γης, σωρός χώματος, σε Όμηρ.· ως ουσ., χυτός, ὁ, = χῶμα, χώμα, ανάχωμα, τάφρος, σε Ηρόδ. II. υγρός, ρευστός, ἀρτήματα λίθινα χυτά, κοσμήματα από λίθο, πέτρα που έχει τηχθεί, στον ίδ. III. γενικά, υγρός, ρευστός, σε Πίνδ., Ανθ.
-
χύτρα, Ιων. κύθρη, μεταγεν. κύθρα, κύτρα, ἡ (χέω)· 1. πήλινο αγγείο, αγγείο για βράσιμο, πήλινη χύτρα, τσουκάλι, Λατ. olla, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. χύτραι, λέγεται για κατώτερους θεούς, σε Αριστοφ.
-
χυτρεοῦς, -οῦν (χύτρα), πήλινος, σε Αριστοφ.