Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Χ"

Βρέθηκαν 808 λήμματα [61 - 80]
χάλκευμα, -ατος, τό (χαλκεύω), οτιδήποτε φτιαγμένο από χαλκό, π.χ. πέλεκυς ή ξίφος, σε Αισχύλ.
χαλκεύς, -έως, , πληθ. χαλκεῖς, Αττ. -ῆς, Επικ. -ῆες, αιτ. χαλκέας· 1. αυτός που εργάζεται με χαλκό, χαλκουργός, αντίθ. προς το τέκτων (ξυλουργός), σε Ομήρ. Ιλ. 2. γενικά, αυτός που εργάζεται με μέταλλα, μεταλλουργός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
χαλκευτής, -οῦ, , = χαλκεύς, σε Ανθ.
χαλκευτικός, , -όν (χαλκεύςI. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στη δουλειά του μεταλλουργού, σε Ξεν. II. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει ικανότητα στην κατεργασία μετάλλων, σε Ξεν.· ἡ χαλκευτική (ενν. τέχνη), η τέχνη ή το επάγγελμα του μεταλλουργού, στον ίδ.
χαλκευτός, , -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από μέταλλο, κατεργασμένος, σε Ανθ.
χαλκεύω, μέλ. -σω (χαλκόςI. κατασκευάζω από χαλκό ή (γενικά) από μέταλλο, σφυρηλατώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.Μέσ., σφυρηλατώ για τον εαυτό μου, σε Θέογν., Αριστοφ.Παθ., είμαι κατεργασμένος ή σφυρηλατημένος, διαπλάθομαι, σε Αριστοφ. II. απόλ., είμαι σιδηρουργός, εργάζομαι ως σιδηρουργός, χειρίζομαι τη σφύρα, σε Αριστοφ., Θουκ.· τὸ χαλκεύειν, η τέχνη του σιδηρουργού, σε Ξεν.
χαλκεών, -ῶνος, , Επικ. αντί χαλκεῖον, σιδηρουργείο, μεταλλουργείο, σε Ομήρ. Οδ.
χαλκηδών, -όνος, , πολύτιμος λίθος, σε Κ.Δ. (άγν. προέλ.).
χαλκήϊον, χαλκήϊος, βλ. χαλκεῖον, χάλκειος.
χαλκ-ήλᾰτος, -ον (ἐλαύνω), αυτός που φτιάχτηκε από σφυρηλατημένο χαλκό, σε Αισχύλ., Ευρ.
χαλ-κήρης, -ες, γεν. -εος (ἀραρίσκω), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.
Χαλκῐδεῖς, οἱ, βλ. Χαλκίς.
Χαλκῐδικός, , -όν, αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
χαλκί-οικος[ῐ], -ον, αυτός που κατοικεί σε σπίτι από χαλκό, επίθ. για την Αθηνά στη Σπάρτη, από το χάλκινο ιερό όπου βρίσκεται το άγαλμά της, σε Ευρ., Θουκ.
χαλκίον, τό, 1. αγγείο από χαλκό, βαρέλι, λέβητας, χύτρα, δοχείο, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. κύμβαλο, σε Θεόκρ. 3. χάλκινο εισιτήριο που δινόταν στους δικαστές, σε Δημ. 4. κομμάτι από χάλκινο νόμισμα, σε Αριστοφ.
χαλκίς, -ίδος, , = κύμινδις, σε Ομήρ. Ιλ.
Χαλκίς, -ίδος, , η Χαλκίδα στην Εύβοια, λέγεται ότι έλαβε το όνομά της από τα γειτονικά μεταλλεία χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· οι κάτοικοι λέγονταν Χαλκιδεῖς, Ιων. -έες, αιτ. -έας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
χαλκο-άρης[ᾰ], -ες, γεν. -εος, ποιητ. μορφή του χαλκ-ήρης, οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ.
χαλκο-βᾰρής, -ές, γεν. -έος (βάρος), βαρύς ή φορτωμένος με χαλκό, σε Όμηρ.· επίσης, θηλ. χαλκοβάρεια (όπως από το *χαλκόβαρυς), στον ίδ.
χαλκο-βᾰτής, -ές, γεν. -έος (βαίνω), αυτός που στέκεται πάνω σε χαλκό, με χάλκινη βάση ή με δάπεδο από χαλκό, χαλκοβατὲς δῶ, λέγεται για το σπίτι του Δία, σε Όμηρ.