
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Χ"
- χάλκευμα, -ατος, τό (χαλκεύω), οτιδήποτε φτιαγμένο από χαλκό, π.χ. πέλεκυς ή ξίφος, σε Αισχύλ.
- χαλκεύς, -έως, ὁ, πληθ. χαλκεῖς, Αττ. -ῆς, Επικ. -ῆες, αιτ. χαλκέας· 1. αυτός που εργάζεται με χαλκό, χαλκουργός, αντίθ. προς το τέκτων (ξυλουργός), σε Ομήρ. Ιλ. 2. γενικά, αυτός που εργάζεται με μέταλλα, μεταλλουργός, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
- χαλκευτής, -οῦ, ὁ, = χαλκεύς, σε Ανθ.
- χαλκευτικός, -ή, -όν (χαλκεύς)· I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στη δουλειά του μεταλλουργού, σε Ξεν. II. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει ικανότητα στην κατεργασία μετάλλων, σε Ξεν.· ἡ χαλκευτική (ενν. τέχνη), η τέχνη ή το επάγγελμα του μεταλλουργού, στον ίδ.
- χαλκευτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που φτιάχτηκε από μέταλλο, κατεργασμένος, σε Ανθ.
- χαλκεύω, μέλ. -σω (χαλκός)· I. κατασκευάζω από χαλκό ή (γενικά) από μέταλλο, σφυρηλατώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., σφυρηλατώ για τον εαυτό μου, σε Θέογν., Αριστοφ. — Παθ., είμαι κατεργασμένος ή σφυρηλατημένος, διαπλάθομαι, σε Αριστοφ. II. απόλ., είμαι σιδηρουργός, εργάζομαι ως σιδηρουργός, χειρίζομαι τη σφύρα, σε Αριστοφ., Θουκ.· τὸ χαλκεύειν, η τέχνη του σιδηρουργού, σε Ξεν.
- χαλκεών, -ῶνος, ὁ, Επικ. αντί χαλκεῖον, σιδηρουργείο, μεταλλουργείο, σε Ομήρ. Οδ.
- χαλκηδών, -όνος, ἡ, πολύτιμος λίθος, σε Κ.Δ. (άγν. προέλ.).
- χαλκήϊον, χαλκήϊος, βλ. χαλκεῖον, χάλκειος.
- χαλκ-ήλᾰτος, -ον (ἐλαύνω), αυτός που φτιάχτηκε από σφυρηλατημένο χαλκό, σε Αισχύλ., Ευρ.
- χαλ-κήρης, -ες, γεν. -εος (ἀραρίσκω), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.
- Χαλκῐδεῖς, οἱ, βλ. Χαλκίς.
- Χαλκῐδικός, -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
- χαλκί-οικος[ῐ], -ον, αυτός που κατοικεί σε σπίτι από χαλκό, επίθ. για την Αθηνά στη Σπάρτη, από το χάλκινο ιερό όπου βρίσκεται το άγαλμά της, σε Ευρ., Θουκ.
- χαλκίον, τό, 1. αγγείο από χαλκό, βαρέλι, λέβητας, χύτρα, δοχείο, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. κύμβαλο, σε Θεόκρ. 3. χάλκινο εισιτήριο που δινόταν στους δικαστές, σε Δημ. 4. κομμάτι από χάλκινο νόμισμα, σε Αριστοφ.
- χαλκίς, -ίδος, ἡ, = κύμινδις, σε Ομήρ. Ιλ.
- Χαλκίς, -ίδος, ἡ, η Χαλκίδα στην Εύβοια, λέγεται ότι έλαβε το όνομά της από τα γειτονικά μεταλλεία χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· οι κάτοικοι λέγονταν Χαλκιδεῖς, Ιων. -έες, αιτ. -έας, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
- χαλκο-άρης[ᾰ], -ες, γεν. -εος, ποιητ. μορφή του χαλκ-ήρης, οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ.
- χαλκο-βᾰρής, -ές, γεν. -έος (βάρος), βαρύς ή φορτωμένος με χαλκό, σε Όμηρ.· επίσης, θηλ. χαλκοβάρεια (όπως από το *χαλκόβαρυς), στον ίδ.
- χαλκο-βᾰτής, -ές, γεν. -έος (βαίνω), αυτός που στέκεται πάνω σε χαλκό, με χάλκινη βάση ή με δάπεδο από χαλκό, χαλκοβατὲς δῶ, λέγεται για το σπίτι του Δία, σε Όμηρ.