Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Χ"

Βρέθηκαν 808 λήμματα [401 - 420]
χῐον-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χιόνι, χιονώδης, σε Ευρ.
Χίος[ῐ], , Χίος, νησί στο Αιγαίο, γνωστό για το κρασί του, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, η πόλη της Χίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
Χῖος,, -ον (συνηρ. αντί ΧίιοςI. 1. Χιώτης, αυτός που ανήκει ή κατάγεται από τη Χίο, Χῖος ἀοιδός, δηλ. ο Όμηρος, σε Θεόκρ.· Χῖος οἶνος, σε Αριστοφ.· ομοίως, Χῖος μόνο του, σε Ανθ. 2. ως ουσ., Χῖοι, οἱ, οι κάτοικοι της Χίου, σε Ηρόδ., Θουκ. II. ὁ χῖος (ενν. βόλος), το χειρότερο ρίξιμο των κύβων, το «ασσό-δυο» καλείται Χῖος, αντίθ. προς το Κῷος· για το οὐ Χῖος ἀλλὰ Κεῖος, βλ. Κέως.
χῐτών, Ιων. κῐθών, -ῶνος, , I. ένδυμα που φοριέται πάνω από το δέρμα, «κατάσαρκα», Λατ. tunica. 1. στους παλαιότερους χρόνους, ένδυμα των ανδρών, σε Όμηρ.· μερικές φορές μαζί με αρχ. ζώνη και φτάνει μέχρι τα πόδια (τερμιόεις), σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ύφασμα, στο ίδ.· πάνω από αυτό φοριόταν μανδύας (χλαῖνάν τε χιτῶνά τε), τον οποίο έβγαζαν μέσα στο σπίτι· 2. στους μεταγεν. χρόνους, δύο είδη χιτῶνος, τον Ιωνικό και τον Δωρικό· ο Ιωνικός μοιάζει με τον Ομηρικό, αλλά φοριόταν από γυναίκες, καθώς και από άνδρες, σε Ηρόδ.· οι άνδρες τον απέβαλαν την εποχή του Περικλή, σε Θουκ.· ο Δωρικός εισήχθη στην Αθήνα, όταν ο Ιωνικός εγκαταλείφθηκε· ο Δωρικός χιτών φοριόταν επίσης από τις γυναίκες της Σπάρτης· ήταν μάλιστα ανοιχτός από τη μια πλευρά (σχιστός) και ενωνόταν με περόναι, σε Ηρόδ.· πάνω από τον χιτῶνα φοριόταν το ἱμάτιον. II. λέγεται για στρατιώτες, κάλυμμα του θώρακα, από δέρμα καλυμμένο με μεταλλικές λεπίδες ή κρίκους, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. III. πάνω μέρος παπουτσιού, σε πληθ., Ξεν. IV. μεταφ., κάθε κάλυμμα, περίβλημα ή θήκη, λάϊνος χιτών (βλ. λάϊνοςτειχέων κιθῶνες, δηλ. τείχη, σε Ηρόδ.· λέγεται για το δέρμα του ερπετού, σε Ευρ. (πιθ. λέξη ανατολική).
χῐτωνάριον, τό, υποκορ. του χιτών, σε Ανθ.
χῐτώνιον, τό, υποκορ. του χιτών, κυρίως γυναικείο ένδυμα ή πουκάμισο, σε Αριστοφ.· επίσης, λέγεται για άνδρες, σε Λουκ.
χῐτωνίσκος, , υποκορ. του χιτών, κοντό ένδυμα που φοριόταν από άνδρες, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για γυναίκες, πουκάμισο, σε Δημ.
χιών, -όνος, , I. χιόνι, σε Όμηρ. κ.λπ.· νιφάδες χιόνος, νιφάδες χιονιού, σε Ομήρ. Ιλ.· χιὼν πίπτουσα, σε Ηρόδ.· χιόνι κατανίφει, σε Αριστοφ. II. χιονόνερο, παγωμένο νερό, σε Ευρ. (από √ΧΙ, πρβλ. χεῖ-μα, Λατ. hiems).
*χλάδω, ως ενεστ. του κέχλᾱδα, αγάλλομαι, τύπος παρακ., σε Πίνδ.· καλλίνικος κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· κεχλάδοντας ἥβᾳ, λέγεται για δύο νεαρούς ήρωες.
χλαῖνα, Ιων. χλαίνη, -ης, , Λατ. laena, μεγάλο τετράγωνο ένδυμα που φοριόταν από πάνω, μανδύας, χιτώνας, σε Όμηρ.· ήταν φτιαγμένο από μαλλί και φοριόταν πάνω από τον χιτῶνα πέφτοντας πάνω στους ώμους, και ενωνόταν με μια καρφίτσα ή πόρπη (περόνη)· ονομαζόταν επίσης φᾶρος, σε Όμηρ., και στα μεταγεν. ελληνικά ἱμάτιον, Λατ. pallium. (αμφίβ. προέλ.).
χλαινίον, τό, υποκορ. του χλαῖνα, σε Ανθ.
χλαινόω, καλύπτω με μανδύα, ντύνω, σε Ανθ.
χλαίνωμα, -ατος, τό, ντύσιμο, χλαίνωμα λέοντος, χλαίνη, κάπα από το δέρμα λιονταριού, σε Ανθ.
χλᾰμῠδη-φόρος, , αυτός που φοράει χλαμύδα, έφιππος, ιππέας, λέγεται για εφήβους, σε Θεόκρ.
χλᾰμύδιον[ῠ], τό, 1. υποκορ. του χλαμύς, σε Πλούτ. 2. ευτελές ένδυμα, στον ίδ.
χλᾰμῠδο-ειδής, -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χλαμύδα, σε Στράβ.
χλᾰμῠδουργία, , κατασκευή χλαμύδων, το επάγγελμα του χλαμυδουργοῦ, σε Ξεν.
χλᾰμῠδουργός, (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει χλαμύδες.
χλᾰμύς, [ῠ], -ύδος, , αιτ. χλαμύδα, χλάμυν· 1. κοντός μανδύας που φοριόταν από τους ιππείς, σε Ξεν.· επίσης, από τους Αθηναίους ἐφήβους, σε Ανθ. 2. γενικά, στρατιωτικό ένδυμα, σε Πλούτ.· επίσης, μανδύας στρατηγού, Λατ. paludamentum, σε Πλούτ.
χλᾰνίδιον[ῐ], τό, υποκορ. του χλανίς, κυρίως μανδύας γυναίκας, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.