Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Χ"

Βρέθηκαν 808 λήμματα [41 - 60]
χᾰλιφροσύνη, , αφροσύνη, απερισκεψία, σε Ομήρ. Οδ.
χᾰλίφρων, -ονος, , (χάλις), ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος, σε Ομήρ. Οδ.
χαλκ-άρμᾰτος, -ον (ἅρμα), αυτός που έχει χάλκινο άρμα, σε Πίνδ.
χάλκ-ασπις, -ιδος, , , αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα, σε Πίνδ., Σοφ.· λέγεται για κάποιον που τρέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου, σε Πίνδ.
χαλκ-εγχής, -ές (ἔγχος), αυτός που έχει χάλκινο δόρυ, σε Ευρ.
χαλκεία, , η τέχνη του σιδηρουργού, αντίθ. προς το τεκτονική (η τέχνη του ξυλουργού), σε Πλάτ.
χαλκεῖον, Ιων. -ήϊον, τό, I. εργαστήριο σιδηρουργού, σιδηρουργείο, μεταλλουργείο, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. 1. χαλκίον, χύτρα, λέβητας, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. κοίλο κάτοπτρο σε λάμπα, σε Ξεν.
χάλκειος, και χαλκήϊος, , -ον, Επικ. αντί χάλκεος, από χαλκό ή ορείχαλκο, χάλκινος, σε Όμηρ.· χαλκήϊος δόμος = χαλκεῖον, σιδηρουργείο, σε Ομήρ. Οδ.· χάλκειον γένος, ο αιώνας του χάλκινου γένους, σε Ησίοδ.
χαλκ-έλᾰτος, -ον, ποιητ. αντί χαλκήλατος, σε Πίνδ.
χαλκ-εμβολάς, -άδος, ποιητ. θηλ. του επομ., σε Ευρ.
χαλκ-έμβολος, -ον (ἔμβολος), αυτός που έχει χάλκινο έμβολο, όπως το όνομα ενός ιδιαίτερου είδους πλοίου, σε Πλούτ.
χαλκ-εντής, -ές (ἔντεα), αυτός που είναι οπλισμένος με χαλκό, σε Πίνδ.
χαλκεο-θώραξ, Ιων. -θώρηξ, -ηκος, , , αυτός που έχει χάλκινο θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
χαλκεο-κάρδιος, -ον, αυτός που έχει καρδιά από χαλκό, σε Θεόκρ.
χαλκεο-μήστωρ, -ορος, , αυτός που έχει πείρα στα όπλα, σε Ευρ.
χαλκεό-πεζος, -ον (πέζα), αυτός που έχει πόδια από χαλκό, σε Ανθ.
χαλκέ-οπλος, -ον (ὅπλον), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.
χάλκεος, -έα, Ιων. -έη, -εον, επίσης χάλκειος, -ον, Δωρ. χάλκιος, Αττ. χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν (χαλκόςI. 1. α) αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό ή ορείχαλκο, χάλκινος, Λατ. aeneus, aheneus, σε Όμηρ. κ.λπ.· χάλκεος Ζεύς, χάλκινο άγαλμα του Δία, σε Ηρόδ.· ἡ χαλκῆ Ἀθηνᾶ, σε Δημ.· χάλκεον ἱστάναι τινά (βλ. ἵστημι Α. III)· β) χάλκεος ἀγών, αγώνας για έπαθλο από χαλκό, σε Πίνδ. 2. μεταφ., χάλκινος, δηλ. σκληρός, δυνατός, χάλκεον ἦτορ, καρδιά από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· χ. αὐδά, σε Πίνδ. II. ως ουσ., βλ. χαλκοῦς.
χαλκεο-τευχής, -ές (τεῦχος), οπλισμένος με χάλκινα όπλα, σε Ευρ.
χαλκεό-φωνος, -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή από χαλκό, δηλ. δυνατή και καθαρή, σε Ομήρ. Ιλ., σε Ησίοδ.