Αποτελέσματα για: "Χ"
Βρέθηκαν 808 λήμματα [361 - 380]
-
χθεσῐνός, -ή, -όν, = χθιζός, σε Λουκ.
-
χθιζῐνός, -ή, -όν, = χθιζός, σε Αριστοφ.
-
χθιζός, -ή, -όν (χθές), χθεσινός, τὸ χθιζὸν χρεῖος, η χθεσινή τους ήττα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ χθιζὸς πόνος, ο χθεσινός κόπος, σε Ηρόδ.· με επιρρ. σημασία, με ρήματα, χθιζὸς ἔβη, πήγε χθες, σε Ομήρ. Ιλ.· χθιζὸς ἤλυθες, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ουδ. χθιζόν, ως επίρρ., χθές, σε Όμηρ.· ομοίως, πληθ. χθιζά, βλ. πρώιζος.
-
χθόνιος, -α, -ον και -ος, -ον (χθών)· I. 1. μέσα ή κάτω από τη γη, σε Ησίοδ., Σοφ.· λέγεται για υπόγειους θορύβους, κτυπεῖ Ζεὺς χθόνιος, σε Σοφ.· χθόνια βροντήματα, σε Αισχύλ.· επίσης, χθόνιοι θεοί, οι θεοί του Κάτω Κόσμου, Λατ. inferi, στον ίδ.· και χθόνιοι, μόνο, σε Πίνδ., Αισχύλ.· χθόνιαι θεαί, δηλ. η Δήμητρα και η Περσεφόνη, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ.· χθόνιος Ἑρμῆς, ως ψυχοπομπός των νεκρών, σε Αισχύλ., Σοφ.· χάρινἡ χθονία, χάρη των θεών του Κάτω Κόσμου, σε Σοφ. II. 1. αυτός που ανήκει ή που ταιριάζει στη γη, λέγεται για τους Τιτάνες, ως γιοι της Γαίας, σε Ησίοδ., Αισχύλ. 2. όπως το ἐγχώριος, λέγεται για ανθρώπους, μέσα ή από τη χώρα, εγχώριος, σε Σοφ. III. χρησιμ. για πράγματα, από τη γη (γήϊνος), χθονία κόνις, σε Αισχύλ.
-
χθονο-στῐβής, -ές (στείβω), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.
-
χθονο-τρεφής, -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.
-
χθών, ἡ, γεν. χθονός, γη, έδαφος, σε Όμηρ., Τραγ.· I. 1. λέγεται για να δηλώσει τη ζωή πάνω στη γη, ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· χθόνα δύμεναι, πηγαίνω κάτω από τη γη, δηλ. πεθαίνω, στο ίδ.· κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά, σε Σοφ.· κούφα σοι χθών ἐπάνωθε πέσοι, σε Ευρ. 2. λέγεται για τον Κάτω Κόσμο, οἱ ὑπὸ χθονός, δηλ. οι σκιές του Κάτω Κόσμου, οι νεκροί, Λατ. inferi, σε Αισχύλ.· κατὰ χθονὸς θεαί, δηλ. οι Ερινύες, στον ίδ. 3. γη, δηλ. ολόκληρη η γη, ο κόσμος, σε Αισχύλ., Σοφ. 4. Γη, ως θεότητα, σε Αισχύλ. II. συγκεκριμένο μέρος ή χώρα, λέγεται για την Ιθάκη, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Λιβύη, σε Πίνδ.· χθὼν Ἀσιᾶτις, Δωρίς, Ἀργεία, Ἑλλάς, Ἰδαία κ.λπ., σε Τραγ.
-
χῖδρον, τό, κυρίως σε πληθ. χῖδρα, τά, χλωρά σιτάρια, στάχυα, όπως ἄλφιτα είναι τα κοπανισμένα, αλεσμένα σιτάρια, σε Αριστοφ.
-
χῑλιαρχέω, μέλ. -ήσω, είμαι χιλίαρχος, σε Πλούτ.
-
χῑλι-άρχης, -ου, ὁ, = χῑλίαρχος, σε Ηρόδ.
-
χῑλιαρχία, ἡ, 1. αξίωμα του χιλίαρχου, σε Ξεν. 2. το αξίωμα των tribuni militares, στον ίδ.
-
χῑλίαρχος, ὁ, I. διοικητής σώματος χιλίων ανδρών, χιλίαρχος σε Αισχύλ., Ξεν. II. χρησιμοποιήθηκε για να μεταφράσει το Ρωμ. tribunus militum, σε Πολύβ. κ.λπ.· επίσης, λέγεται για το tribuni militares consulari potestate, σε Πλούτ.
-
χῑλιάς, -άδος, ἡ, ο αριθμός χίλια, χιλιάδα, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με γεν., πολλαὶ χιλιάδες ταλάντων, σε Ηρόδ.· γενικά, πολύ μεγάλος αριθμός, σε Θεόκρ.
-
χῑλι-έτης, -ου, ὁ ή χιλι-ετής, -έος, ὁ, ἡ (ἔτος), αυτός που διαρκεί χίλια χρόνια, σε Πλάτ.
-
χίλιοι, [ῑ], -αι, -α, χίλιοι, Λατ. mille, σε Ομήρ. Ιλ.· συνήθως συμφωνεί με το ουσ., αλλά επίσης ως ουσ. ακολουθ. από γεν., χίλιοι Πελοποννησίων, σε Θουκ.· λέγεται για να δηλώσει χίλιες δραχμές· το χίλιαι συχνά μόνο του, περὶ χιλιῶν κινδυνεύειν, σε Δημ.· στη στρατιωτική γλώσσα, σε ενικ. με συνεκδοχικά ονόματα, ἵππος χιλίη, χίλια άλογα, σε Ηρόδ.
-
χῑλιό-ναυς, -εως, ὁ, ἡ, λέγεται για χίλια πλοία, σε Ευρ.
-
χῑλιο-ναύτης, -ου, Δωρ. -ναύτας, -α, ὁ, ἡ, αποτελούμενος από χίλια πολεμικά πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
χῑλιό-πᾰλαι, επίρρ., χίλιες φορές πριν από πολλά χρόνια, πάρα πολλά χρόνια πριν, σε Αριστοφ.
-
χίλιος, -α, -ον, βλ. χίλιοι.
-
χῑλιοστός, -ή, -όν (χίλιοι), χιλιοστός, σε Πλάτ., Ξεν.