Αποτελέσματα για: "Χ"
Βρέθηκαν 808 λήμματα [181 - 200]
-
χάρισμα, -ατος, τό (χαρίζομαι), δωρεά, χάρη, δώρο της χάρης του Θεού, σε Κ.Δ.
-
χαρίσσασθαι, Επικ. απαρ. αορ. αʹ του χαρίζομαι.
-
χαριστέον, ρημ. επίθ. του χαρίζομαι· I. κάποιος που πρέπει να χαριστεί, τινί, σε Πλάτ. II. αυτός που πρέπει να χαριστεί, σε Αριστ.
-
χᾰριστήριος, -ον, I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, σε Πλούτ. II. ως ουσ., χαριστήριον, τό, ευχαριστία· σε πληθ., χαριστήρια, τά, ευχαριστίες, σε Ξεν.
-
χαρῐτία, ἡ, χαριεντισμός, αστείο, σε Ξεν.
-
χᾰρῐτο-βλέφᾰρος, -ον (βλέφαρον), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ.
-
χᾰρῐτο-γλωσσέω, Αττ. -ττέω(γλῶσσα), μιλώ για να ευχαριστήσω, κολακεύω με τη γλώσσα, σε Αισχύλ.
-
χαρῐτόω, μέλ. -ώσω (χάρις), δείχνω χάρη, ευγνωμοσύνη σε κάποιον, τινά, σε Κ.Δ. — Παθ., έχω λάβει χάρη, έχω ωφεληθεί υπερβολικά, σε Κ.Δ.
-
χαρῐτ-ώπης, -ου, ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ιδος (ὤψ), ευχάριστος στην όψη, χαριτωμένος, σε Ανθ.
-
χάρμα, -ατος, τό (χαίρω)· I. 1. με συγκεκριμένη σημασία, πηγή χαράς, χαρά, ευφροσύνη, τινί, για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, χάρμα τινός, χαρά κάποιου, σε Ευρ.· συχνά σε πληθ., χαρές, ευφροσύνες, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. πηγή κακεντρέχειας, σε Ομήρ. Ιλ.· χάρματα ἐχθροῖς, σε Αισχύλ. II. χαρά, ευφροσύνη, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
-
χάρμη, ἡ (χαίρω), χαρά μάχης, έντονη επιθυμία μάχης, σε Όμηρ.· απ' όπου, σε μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
-
χαρμονή, ἡ, I. = χάρμα I, χαρά, σε Ευρ.· σε πληθ., χαρές, τέρψες, σε Ευρ.· II. = χάρμα II, χαρά, ευφροσύνη, σε Σοφ., Ξεν.
-
χαρμόσυνος, -η, -ον (χαίρω), χαρωπός, χαρούμενος, χαρμόσυνα ποιεῖν, δημιουργώ χαρούμενα πράγματα, σε Ηρόδ.
-
χαρμό-φρων, -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει χαρούμενη καρδιά ή καρδιά περιχαρή, σε Ομηρ. Ύμν.
-
χᾰρ-οπός, -ή, -όν (χαρά, ὤψ)· 1. αυτός που έχει χαρούμενα μάτια, λαμπερά μάτια, χαροποὶ λέοντες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· θῆρες, σε Σοφ.· έπειτα, ανοιχτό μπλε ή γκρίζο χρώμα, ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας, σε Θεόκρ.· επίσης στους Γερμανούς, βλ. χαροπότης. 2. λέγεται για τα μάτια των νέων, που ακτινοβολούν από χαρά, χαρούμενος, ευχάριστος, σε Θεόκρ., Ανθ.
-
χᾰροπότης, -ητος, ἡ, φωτεινότητα των ματιών, φωτεινό μπλε χρώμα, σε Πλούτ.
-
χαρτάριον, τό, υποκορ. του χάρτης, σε Ανθ.
-
χάρτηἡ, = το επόμ., φύλλο χαρτιού, με το οποίο οι Στωϊκοί παρέβαλλαν την ψυχή κατά τη γέννηση, (αμφίβ. προέλ.), σε Πλούτ.
-
χάρτης, -ου, ὁ, Λατ. charta, φύλλο χαρτιού, κατασκευασμένο από χωριστά στρώματα παπύρου, σε Ανθ.
-
χαρτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του χαίρω· 1. αυτός που προξενεί χαρά, δημιουργεί ευφροσύνη, καλοσωρίζει, Λατ. gratus, σε Σοφ., Πλάτ.· χαρτά, χαρές, σε Ευρ.· τὸ χαρτόν, σε Πλούτ. 2. λέγεται για ανθρώπους, εἰ χαρτὸς ἀνέλθοι, σε Ανθ.