Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Χρηστός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρηστός, , -όν, ρημ. επίθ. του χράομαι, όπως χρήσιμος· I. 1. χρήσιμος, καλός στο είδος του, ωφέλιμος, τινι, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για θύματα και οιωνούς, αυτός που προμηνύει αγαθά, αίσιος, σε Ηρόδ.· τελευτὴ χρηστή, καλό τέλος ή έκβαση, στον ίδ.· τὰ χρηστά, ως ουσ., καλές υπηρεσίες, αγαθά, ευχαριστίες, στον ίδ.· χρηστὰ συμβουλεύειν, σε Αριστοφ. 2. λέγεται με ηθική έννοια, ηθικός, αντίθ. προς το μοχθηρός, σε Πλάτ.· τὸ χρηστόν, αντίθ. προς τὸ αἰσχρόν, σε Σοφ. II. 1. λέγεται για πρόσωπα, καλός, αγαθός και ικανός, ανδρείος, γενναίος· γενικά, καλός, τίμιος, άξιος, αξιόπιστος, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, όπως το χρήσιμος, λέγεται για καλούς πολίτες, χρήσιμος, επωφελής, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. 2. οἱ χρηστοί όπως οἱ ἀγαθοί, Λατ. optimates, σε Ξεν. 3. χρησιμ. για τους θεούς, ευμενής, ελεήμων, σε Ηρόδ. 4. αγαθός, πράος, ήπιος, καλός, σε Κ.Δ.· με αρνητική σημασία, ανόητος, μωρός, όπως το εὐήθης, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ὦ χρηστέ, σε Δημ. III. επίρρ. -τῶς, καλώς, δεόντως, σε Ηρόδ.