Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [921 - 940]
φῠλᾰκίς, -ίδος, θηλ. του φύλαξ, σε Πλάτ.
φυλᾰκός[ῠ], , Επικ. και Ιων. αντί φύλαξ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
φυλακτέος, , -ον, ρημ. επίθ. του φυλάσσω· 1. αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ. II. 1. φυλακτέον, αυτό που πρέπει να προσέχει κανείς ή να υπακούει, σε Ευρ. 2. (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί εναντίον κάποιου, τι, σε Αισχύλ., Πλάτ.
φῠλακτήρ, -ῆρος, , ποιητ. αντί φύλαξ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
φῠλακτήριον, τό (φυλάσσω1. θέση που φρουρείται σθεναρά, φρούριο ή κάστρο, σε Ηρόδ.· φυλάκιο, Λατ. statio, σε Θουκ., Ξεν. 2. μέσο ασφαλείας, μέσο διατήρησης, σε Δημ.· στους Ιουδαίους φυλακτήρια ήταν περγαμηνές με γραμμένα πάνω σ' αυτές κείμενα από το Νόμο, που χρησιμοποιήθηκαν ως φυλαχτά, σε Κ.Δ.
φῠλακτικός, , -όν, I. προστατευτικός, με γεν., σε Αριστ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που φυλάσσει, προσεκτικός, σε Ξεν.· φυλακτικὸς ἐγκλημάτων, διατηρώντας την ανάμνησή τους, σε Αριστ. 2. (από Μέσ.), προφυλακτικός, στον ίδ.
φύλαξ[ῠ], -ακος (φυλάσσωI. φύλακας, φρουρός, σκοπός, Λατ. excubitor, σε Όμηρ., Αττ.· οἱ φύλακες, η φρουρά, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· φύλακες τοῦ σώματος, σωματοφύλακες, σε Πλάτ.· επίσης, ως θηλ., κλῂςἐπὶ γλώσσῃ (φυλακίς), σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. II. 1. κηδεμόνας, προστάτης, υπερασπιστής, σε Ησίοδ. κ.λπ.· με γεν. αντικ., φύλαξ δορός, υπερασπιστής κατά του δόρατος, σε Ευρ. 2. εκτελεστής, φύλακας, περιφρουρητής τοῦ δόγματος, σε Πλάτ.· τοῦ ἐπιταττομένου, σε Ξεν. 3. λέγεται για πράγματα, φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις, λέγεται για τους ἀγορανόμους, σε Λυσ.
φύλαξις[ῠ], -εως, (φυλάσσω), φύλαξη, φρουρά, σε Ευρ.
φῦλαρχέω, μέλ. -ήσω, 1. είμαι ή ενεργώ ως φύλαρχος, σε Ξεν.
φῡλαρχία, , το αξίωμα του φυλάρχου, σε Αριστ.
φύλ-αρχος[ῦ], , I. αρχηγός φῡλῆς, φύλαρχος, σε Ηρόδ., Ξεν.· χρησιμοποιήθηκε για να μεταφράσει το Ρωμαϊκό tribunus, σε Πλούτ. II. στους Αθηναίους, ο διοικητής του ιππικού, ένας από κάθε φυλή, βλ. ἵππαρχος.
Φυλάσιος[ᾱ], , κάτοικος της Φυλής (στην Αττική), σε Αριστοφ.
φῠλάσσω, Αττ. -ττω, (√ΦΥΛΑΚ), Επικ. απαρ. φυλασσέμεναι· μέλ. φυλάξω, αόρ. αʹ ἐφύλαξα, Επικ. φύλ-, παρακ. πεφύλᾰχαΜέσ., μέλ. -άξομαι, επίσης με Παθ. σημασία· αόρ. αʹ ἐφυλαξάμην, Παθ. αόρ. αʹ ἐφυλάχθην, παρακ. πεφύλαγμαι, προστ. πεφύλαξο.
Α.
απόλ., φυλάσσω και προστατεύω, φρουρώ, σε Όμηρ., Αττ.· σὺν κυσὶ φυλάσσοντας περὶ μῆλα, σε Ομήρ. Ιλ. Β. μτβ., 1. φυλάσσω, προστατεύω, διατηρώ, υπερασπίζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος, φυλάσσω κάποιον από ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ξεν.· επίσης, φυλάσσω τινὰ μὴ πάσχειν, προστατεύω κάποιον για να μην υποφέρει, σε Σοφ.Παθ., φυλάσσομαι, διατηρούμαι υπό φύλαξη, σε Ηρόδ. 2. παραφυλάω, παραμένω, περιμένω ή ενεδρεύω, σε Όμηρ., Θουκ.· φυλάσσω τὸ σύμβολον, έχω το νου μου για προειδοποίηση με φωτιά, σε Αισχύλ.· παρατηρώ, περιμένω, αναμένω μια συγκεκριμένη στιγμή ή ένα ορισμένο γεγονός, σε Ηρόδ., Θουκ.· φυλάσσω νύχτα, περιμένω να έρθει η νύχτα, σε Θουκ. 3. μεταφ., διατηρώ, διαφυλάττω, τηρώ, χόλον, ὅρκια, σε Ομήρ. Ιλ.· φυλάσσω ἔπος, περιφρουρώ την εκτέλεση διαταγής, στο ίδ.· νόμον, σε Σοφ.· φυλάσσω σκαιοσύναν, επιμένω σε αυτή, τη διατηρώ, την υποθάλπτω, στον ίδ.Παθ., φυλάττεσθαι παρά τινι, φυλάσσομαι μέσα ή από..., σε Σοφ. 4. διαμένω σε ένα τόπο, τόδε δῶμα φυλάσσοις, σε Ομήρ. Οδ. Γ. Μέσ., με Παθ. παρακ., I. απόλ., 1. βρίσκομαι υπό τη φύλαξη κάποιου, συνεχίζω να φυλάσσω, νύκτα φυλασσομένοισι, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυλαγμένος εἶναι, προσεκτικός, φρόνιμος, σε Ξεν. 2. με αιτ., διατηρώ ένα πράγμα κοντά μου, φυλάσσω αυτό στο μυαλό μου, σε Ησίοδ., Σοφ. 3. φυλάσσω, διατηρώ με ασφάλεια, καὶ κεφαλὴν πεφύλαξο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ. 4. με απαρ., φροντίζω να κάνω, σε Ηρόδ. 5. με γεν., φυλάσσεσθαι τῶν νεῶν, φροντίζω για τα καράβια, είμαι προσεκτικός με αυτά, σε Θουκ. II. φυλάσσεσθαί τι ή τινα, είμαι προσεκτικός, φυλάσσομαι από κάποιον, προφυλάσσομαι, αποφεύγω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· επίσης, φυλάττω πρός τι, σε Θουκ.· ἀπό τινος, σε Ξεν.· με μτχ., εἰσορῶν φυλάξομαι, θα φροντίσω να έχω το νου μου, σε Σοφ.· με απαρ., φυλάσσω μὴ ποιεῖν, φροντίζω να μην κάνω, προφυλάσσω ενάντια στο να γίνει κάτι, σε Ηρόδ.· φυλάσσω τὸ μὴ γενέσθαι, τι, σε Δημ.· ομοίως φυλάσσω μή ή φυλάσσω ὅπως μή..., με υποτ., φροντίζω να μη γίνει κάποιο πράγμα, σε Ευρ., Ξεν.· σπανίως με γεν., τῶν εὖ φυλάξαι, σε Σοφ. III. μερικές φορές η Ενεργ. έχει σημασία Μέσ., σε Ευρ., Πλάτ.
φῡλετεύω, μέλ. -σω, δέχομαι στη φυλή, σε Αριστ.
φυλέτης, -ου, (φυλή), κάποιος από την ίδια φυλή, συμφυλέτης, Λατ. tribulis, ὦ φυλέτα, σε Αριστοφ.
φῡλετικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον φυλέτην, φυλετικός, σε Αριστ.
φῡλή, (φύω), όπως φῦλον, I. ράτσα ή φυλή ανθρώπων, κατὰ φυλάς, σε Ξεν. II. 1. σώμα (σύνολο) ανθρώπων που ενώνεται με δεσμούς αίματος ή λόγω καταγωγής, γενιά (φυλή), όπως ήταν οι φυλές στους Δωριείς (φυλὴ γενική), σε Πίνδ.· λέγεται για τις τέσσερις παλιές Αττικές φυλές, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για τους Ιουδαίους, σε Κ.Δ. 2. φυλή που ενώνεται από τη συνοίκηση στο ίδιο μέρος, όπως εκατονταρχία ή κομητεία, όπως ήταν οι δέκα τοπικές φυλές στην Αθήνα που σχηματίστηκαν από τον Κλεισθένη (φυλὴ τοπική), σε Ηρόδ. κ.λπ.· οι υποδιαιρέσεις των γενικών φυλών ήταν οι φρατρίαι, ενώ των τοπικών ήταν οι δῆμοι. III. διαίρεση στο στρατό που αποτελείται από μια φυλή, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· έπειτα, σώμα ιππικού, σε Ξεν.· πρβλ. φύλαρχος II.
φῠλία, ποιητ. —ίη, , δέντρο που αναφέρεται μαζί με την ελιά, σε Ομήρ. Οδ.· είτε άγρια ελιά, είτε σχίνος.
φυλλάς, -άδος, (φύλλον), 1. σωρός από φύλλα ή στοιβάδα από φύλλα, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. φύλλα ή φύλλωμα δέντρου, σε Αισχύλ.· κλαδί ή κλάρα, σε Ευρ., Αριστοφ. 3. ποιητ. αντί δέντρο ή φυτό, φυλλὰς Παρνησία, δηλ. η δάφνη, σε Ευρ.· φυλλὰς μυριόκαρπος, λέγεται για πυκνό άλσος, σε Σοφ.
φυλλεῖον, τό, συνήθως σε πληθ., φύλλα λαχάνων, μικρά χόρτα, όπως είναι η μέντα και ο μαϊντανός, σε Αριστοφ.