Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [661 - 680]
φόβη, , I. 1. βόστρυχος ή μπούκλα μαλλιών, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. χαίτη αλόγου, σε Ευρ. II. μεταφ., όπως κόμη, κλαδιά δέντρων που είναι γεμάτα από φύλλα, φύλλωμα, σε Σοφ., Ευρ.
φόβηθεν, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του φοβέω.
φόβημα, -ατος, τό (φοβέω), τρόμος, τινος, για κάποιον, σε Σοφ.
φοβητέον, ρημ. επίθ. του φοβέομαι, 1. αυτό που πρέπει κάποιος να φοβάται, σε Πλάτ. 2. φοβητέος, , -ον, αυτός που πρέπει να τον φοβούνται.
φοβητικός, , -όν (φοβέομαι), αυτός που υπόκειται στο φόβο, τρομαγμένος, φοβιτσιάρης, σε Αριστ.
φοβητός, , -όν (φοβέομαι), αυτός που είναι φοβερός, τινι, σε Σοφ.
φόβητρον, τό (φοβέω), σκιάχτρο, αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
φόβος, (φέβομαιI. φυγή, Λατ. fuga, η μόνη σημασία στον Όμηρ.· φόβονδε, = φύγαδε, μή τι φόβονδ' ἀγόρευσε, συμβούλευσε να μην τραπεί σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· φόβος, προσωπ. ως γιος του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. II. 1. φόβος γεμάτος πανικός, όπως προξενεί η άτακτη φυγή, στρατῷ φόβος ἐμβάλλειν, σε Ηρόδ.· έπειτα γενικά, φόβος, τρόμος, κυρίως η εξωτερική εκδήλωση του φόβου, και έτσι διακρίνεται από το δέος (η αίσθηση του φόβου), σε Αισχύλ. κ.λπ.· το αντικείμενο του φόβου βρίσκεται σε γεν., φόβος για κάποιον άλλο, στον ίδ. κ.λπ.· αλλά, φόβοςπερί ή ὑπέρ τινος, φόβος για ή όσον αφορά..., σε Θουκ.· με ρήμ., ποιεῖν ή παρέχειν τινί, σε Ξεν.· φόβον ἐμβάλλειν, ἐντιθέναι τινί, προξενώ, δημιουργώ φόβο σε κάποιον, Λατ. metum incutere alicui, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για τον άνθρωπο που νιώθει φόβο, φόβον λαμβάνειν, σε Ευρ.· φόβος ἔχει με, σε Αισχύλ.· φόβος ἐμπίπτει μοι, σε Ξεν.· διὰ φόβου ἔρχομαι, σε Ευρ.· επίσης σε πληθ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. αντικείμενο τρόμου, τρομερό πράγμα, φόβοςἀκοῦσαι, τρομερό να το ακούσεις, σε Ηρόδ.· σε πληθ., ἢν φόβους λέγῃ, σε Σοφ.
φοιβάζω, μέλ. -άσω (Φοῖβος), προφητεύω, σε Ανθ.
φοιβάς, -άδος, , ιέρεια του Φοίβου· γενικά, προφήτισσα, σε Ευρ.
φοιβαστικός, , -όν, (φοιβάζω), προφητικός· με γεν., φοιβαστικὸς χρῆσμων, εκφέρω μαντείες, σε Πλούτ.
φοιβάω, μέλ. -ήσω (φοῖβος), εξαγνίζω, καθαίρω, σε Θεόκρ.
Φοίβειος, , -ον και -ος, -ον, Ιων. Φοιβήϊος, , -ον· αυτός που ανήκει στο Φοίβο, αφιερωμένος σε αυτόν, σε Ηρόδ., Ευρ.
Φοίβη, , Λατ. Phoebé, μια από τις κόρες του Ουρανού και της Γαίας, σε Ησίοδ.· μητέρα του Φοίβου, σε Αισχύλ.
Φοιβηΐς, -ίδος, , ποιητ. θηλ. του Φοίβειος, σε Ανθ.
Φοιβό-ληπτος, -ον, εμπνευσμένος από το Φοίβο, σε Πλούτ.· Ιων. Φοιβό-λαμπτος, σε Ηρόδ.
φοῖβος, , -ον (πιθ. από το φάοςI. καθαρός, αγνός, σε Αισχύλ. II. ως κύριο όνομα, Φοῖβος, , Φοίβος, δηλ. καθαρός ή αγνός· ο Όμηρ. πολλές φορές συνάπτει, Φοῖβος Ἀπόλλων, αλλά έχει επίσης και Φοῖβος μόνο του.
φοινήεις, -εσσα, -εν (φοινός), ερυθρός όπως το αίμα, σε Ομήρ. Ιλ., Μόσχ.
φοινῑκ-άνθεμος, -ον (ἄνθεμον), αυτός που έχει κόκκινα άνθη, σε Πίνδ.
φοινίκεος[ῑ], -έα, -εον (φοῖνιξ Β), πορφυροκόκκινος, ερυθρός ή πορφυρός, και (γενικά) κόκκινος, Λατ. puniceus, σε Ηρόδ., Πίνδ.· Αττ. συνηρ. φοινῑκοῦς, -ᾶ, -οῦν, σε Ξεν.