Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [561 - 580]
φῐλοτήσιος, , -ον και -ος, -ον, Δωρ. φιλοτάσιος [ᾱ], I. λέγεται για φιλία ή αγάπη, αυτός που την προάγει, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. II. ἡ φιλοτησία ή -ήσιος (με ή χωρίς κύλιξ), ποτήρι αφιερωμένο στη φιλία, ποτήρι φιλίας, σε Θέογν., Αριστοφ.· φιλοτησίας προπίνειν (όπου φιλοτησίας είναι πιθανόν αιτ. πληθ.), πίνω στην υγεία κάποιου, σε Δημ.
φῐλοτῑμέομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐφιλοτιμήθην· παρακ. πεφιλοτίμημαι (φιλότιμος1. αποθ., αγαπώ ή ζητάω τις τιμές, είμαι φιλόδοξος, αμιλλώμενος, ζηλιάρης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· φιλοτιμέομαι ὅτι..., ζηλεύω επειδή..., σε Ξεν.· το αντικείμενο της φιλοδοξίας συμπληρώνεται με πρόθ., φιλοτιμέομαι ἐπί τινι, υπερηφανεύομαι για κάτι, στον ίδ. κ.λπ.· ἔντινι, σε Πλάτ.· με ουδ. επίθ., ἀεί τι φιλοτιμούμενος, ψάχνω πάντα αντικείμενο φιλοδοξίας, σε Ξεν. 2. με απαρ., παλεύω με προθυμία και άμιλλα να κάνω κάποιο πράγμα, προσπαθώ με ειλικρίνεια και θέρμη, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., είμαι αγχωμένος με..., στον ίδ.
φῐλοτίμημα, -ατος, τό, I. πράξη φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ. II. ανταγωνισμός, αντιζηλία, σε Λουκ.
φῐλοτῑμία, Ιων. -ίη, , I. 1. το χαρακτηριστικό του φιλότιμου, αγάπη για τις τιμές, φιλοδοξία, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με θετική σημασία, σε Ξεν., Ισοκρ.· με γεν. πράγμ., φιλοτιμία τινός, φιλόδοξη επιθυμία κάποιου πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.· φιλοτιμία πρός τινα, άμιλλα προς κάποιον, σε Ισοκρ. 2. φιλόδοξη επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη, σε Ηρόδ. 3. φιλόδοξη επίδειξη, γενναιοδωρία, ασωτία, σε Δημ., Αισχίν. II. το επιδιωκόμενο αντικείμενο, τιμή, διάκριση, υπόληψη, σε Δημ.
φῐλό-τῑμος, -ον (τιμήI. 1. αυτός που αγαπά την τιμή, αυτός που διψάει για τιμή, φιλόδοξος, ζηλότυπος, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· με θετική σημασία, σε Ξεν., Ισοκρ.· με αφηρ. ονόματα (με τις δύο σημασίες), εὐχά, σε Αισχύλ. ἦθος, σε Ευρ.· σοφίαι, σε Αριστοφ.· φιλότιμος ἐπί τινι, πρόθυμος να τιμάται (να δέχεται τιμές) για κάποιο πράγμα, αυτός που επιθυμεί να διακρίνεται σε κάτι...· ἐπὶ σοφίᾳ, ἐπ' ἀρετῇ, σε Πλάτ. 2. φιλοδόξως άσωτος, σπάταλος, σε Δημ. 3. με Παθ. σημασία = πολυτίμητος, σεβαστός, σε Αισχύλ. II. επίρρ. -μως, φιλοδόξως, με ζηλοτυπία, φιλοτίμως ἔχειν, αγωνίζομαι με ζηλοτυπία, σε Πλάτ.· φιλοδόξως ἔχειν πρός τι, αγωνίζομαι, διαθέτω τον εαυτό μου με ζήλο απέναντι σε κάποιο πράγμα, σε Ξεν.
φῐλο-τοιοῦτος, , αυτός που αγαπά τέτοιου είδους πράγματα, σε Αριστ.
φῐλο-τύραννος[ῠ], -ον, φίλος της τυραννίας, σε Πλούτ.
φῐλό-φθογγος, -ον, αυτός που αγαπά το θόρυβο, θορυβώδης, σε Ανθ.
φῐλό-φῐλος, -ον, αυτός που αγαπά το φίλο του, σε Αριστ.
φῐλοφρονέομαι, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐφιλοφρονησάμην και -φρονήθην· αποθ., (φιλόφρων1. μεταχειρίζομαι κάποιον με φιλοφρόνηση, δείχνω ευγένεια, τινα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· φιλοφρονέομαι τῇ δικέλλῃ, περιποιούμαι κάποιον με το χτύπημα της δικέλλας, σε Λουκ. 2. με δοτ., φιλοφρονήσασθαί τινι, κάνω χάρη σε κάποιον, σε Ξεν.· αόρ. αʹ Παθ., φιλοφρονηθῆναι, με αμοιβαία έννοια, δείχνουμε φιλοφρόνηση ο ένας στον άλλο, χαιρετίζουμε ο ένας τον άλλο, στον ίδ.· ομοίως, φιλοφρονήσασθαι ἀλλήλους. 3. απόλ., είμαι σε ήρεμη, εύθυμη διάθεση, στον ίδ.
φῐλοφροσύνη, (φιλόφρωνI. φιλία, εύνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· τινός προς κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ. II. ευθυμία, σε Ξεν.
φῐλοφρόσυνος, , -ον, = επόμ., σε Ανθ.
φῐλό-φρων, -ονος, , (φρήν), αυτός που έχει φιλική διάθεση, ευγενικός, φιλικός, φιλόφρων, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίρρ., φιλοφρόνως ἀσπάζεσθαι, χαιρετώ ευγενικά, σε Ηρόδ.· φιλοφρόνως ἔχειν πρός τινα, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, σε Ξεν.
φῐλο-χορευτής, -οῦ, , φίλος της χορικής όρχησης, σε Αριστοφ.
φῐλό-χορος, -ον, αυτός που αγαπά το χορό ή τη χορική όρχηση, σε Αισχύλ.
φῐλοχρημᾰτέω, μέλ. -ήσω, αγαπώ τα χρήματα.
φῐλοχρημᾰτία, , αγάπη για τα χρήματα, σε Πλάτ.
φῐλο-χρημᾰτιστής, -οῦ, , αυτός που αγαπά να αποκτά χρήματα, σε Πλάτ.
φῐλο-χρήμᾰτος, -ον (χρῆμα), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ φιλοχρήματον, = φιλοχρηματία, στον ίδ.· υπερθ. -ώτατος, σε Διόδ.· επίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν, = φιλοχρηματεῖν, σε Ισοκρ.
φῐλο-χρημοσύνη, , = φιλοχρηματία, σε Πλάτ., Ανθ.