Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [41 - 60]
φᾰλαγγηδόν, επίρρ. (φάλαγξ), σε φάλαγγες, σε Ομήρ. Ιλ., Πολύβ.
φαλάγγιον, τό, = φάλαγξ III, σε Πλάτ., Ξεν.
φᾰλαγγομᾰχέω, μέλ. -ήσω, μάχομαι σε φάλαγγα· γενικά, μάχομαι στις παρατάξεις του στρατού, σε Ξεν.
φαλαγγο-μάχης[μᾰ], -ου, (μάχομαι), κάποιος που πολεμά στη φάλαγγα, σε Ανθ.
φάλαγξ[ᾰ], -αγγος, , I. 1. γραμμή μάχης, παράταξη μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως στον πληθ., οι τάξεις του στρατού, στο ίδ., Ησίοδ. 2. α) φάλαγγα, δηλ. το βαρέως οπλισμένο πεζικό (ὁπλῖται), στη γραμμή της μάχης, σε Ξεν. κ.λπ.· ο σχηματισμός της φάλαγγας διέφερε· η σπαρτιατική γραμμή μάχης στην Τεγέα είχε βάθος οκτώ στρατιωτών, σε Θουκ.· η θηβαϊκή στο Δήλιο είκοσι πέντε, στον ίδ.· η φάλαγγα τελειοποιήθηκε από το Φίλιππο το Μακεδόνα. β) λέγεται για το κυρίως σώμα, κέντρο αντίθ. προς τα άκρα (κέρατα), σε Ξεν. γ) στρατόπεδο, σε Ξεν. II. στρογγυλό κομμάτι από ξύλο, κορμός δέντρου, κούτσουρο, σε Ηρόδ. III. δηλητηριώδης αράχνη (πρβλ. φαλάγγιον), σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
φάλαινα, βλ. φάλλαινα.
φᾰλακρόομαι, Παθ., γίνομαι φαλακρός, σε Ηρόδ.
φᾰλακρός, , -όν (φαλός), φαλακρός στο κεφάλι, φαλακρός, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· πρόσωπον φαλακρόν, σε Ευρ.
φάλανθος[φᾰ], -ον (φαλός), φαλακρός στο μέτωπο ή από μπροστά, σε Ανθ.
φᾰλαντίας, -ου, , φαλακρός άντρας, σε Λουκ.
φάλᾰρα[ᾰ], τά (φάλοςI. κοσμήματα στις άκρες της περικεφαλαίας στα οποία δένονταν οι ιμάντες που περνούσαν από το σαγόνι, σε Ομήρ. Ιλ.· ενικ., φάλαρον τιάρας, μέρος της περικεφαλαίας των παλιών Περσών βασιλιάδων, σε Αισχύλ. II. κοσμήματα ή χαλινάρια από μέταλλο, που χρησιμοποιούνταν για να καλύψουν τις γνάθους των αλόγων, Λατ. phalĕrae, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
φᾰλᾱρίς, -ίδος, Ιων. φαληρίς, (φαλᾱρός), φαλαρίδα, πουλί που ζει κοντά σε λίμνες· ονομάζεται έτσι από το λευκό φαλακρό κεφάλι του, σε Αριστοφ.
φάλᾰρον[φᾰ], τό, βλ. φάλαρα, τά.
φάλᾱρος[φᾰ], , -ον (φᾰλός), αυτός που έχει λευκές κηλίδες, ὁ κύων ὁ φάλαρος, σκύλος με λευκά σημάδια, σε Θεόκρ.
φᾰληριάω (φάλᾱρος), έχω λευκές κηλίδες, κύματα φαληριόωντα, κύματα στολισμένα με λευκό αφρό, σε Ομήρ. Ιλ.
Φάληρον[ᾰ], τό, Φάληρο, το δυτικό λιμάνι της Αθήνας· Φαληροῖ, στο Φάληρο, σε Ξεν.· Φαληρόθεν, από το Φάληρο, σε Πλάτ.· Φαληρόνδε, στο Φάληρο, σε Θουκ.· Φαληρεύς, -έως, , κάτοικος του Φαλήρου (Φαληρέας), σε Ηρόδ.· επίθ. Φαληρικός, , -όν, σε Αριστοφ.
φᾰλῆςήφάλης, -ῆτοςή-ητος, , = φαλλός· ως θεότητα, Φαλής, σχετικός με τη λατρεία του Βάκχου, σε Αριστοφ.
φάλλαινα (όχι φάλαινα), , φάλαινα, Λατ. balaena, σε Βάβρ.· απ' όπου χρησιμοποιείται για κάθε κήτος, Λατ. bellua, σε Αριστοφ.
φαλλικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή αυτός που ταιριάζει στο φαλλόν· τὸ φαλλικὸν (ενν. μέλος), φαλλική ωδή (τραγούδι), σε Αριστοφ.
φαλλός, , αρσενική μεμβράνη, φαλλός, σύμβολο γονιμότητας σε πομπές κατά τη διάρκεια των Βακχικών οργίων, ως έμβλημα της παραγωγικής δύναμης της φύσης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.