Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [201 - 220]
φεύγω, (√ΦΥΓΙων. παρατ. φεύγεσκον· μέλ. φεύξομαι, Δωρ. φευξοῦμαι (επίσης σε Αττ. χάριν μέτρου)· αόρ. βʹ ἔφυγον, Ιων. φύγεσκον, πέφευγα· Επικ. Παθ. μτχ. πεφυγμένος, με Ενεργ. σημασία, και πεφυζότες (πρβλ. φύζα). I. 1. τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια, φεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· με πρόθ., φεύγω ἀπό ή ἔκ τινος, σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως με γεν. μόνο, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., φεύγειν φυγήν, σε Ευρ. (ομοίως, φυγῇ φ., σε Πλάτ.φεύγω τὴν παρὰ θάλασσαν (ενν. ὁδόν), φεύγω ταχύτατα προς τη θάλασσα, σε Ηρόδ. 2. ο ενεστ. και ο παρατ. κυρίως δηλώνουν την προσπάθεια να φύγει κάποιος, απ' όπου η μτχ. φεύγων συνάπτεται με σύνθ. ρήμ. ἀποφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, για να διακρίνεται από την πραγματοποίηση η προσπάθεια, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ, είναι καλύτερα κάποιος να φύγει για να αποφύγει το κακό παρά να μείνει και να συλληφθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· φεύγων, εκφεύγω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. φεύγω εἰς..., καταφεύγω σε..., βρίσκω καταφύγιο σε..., σε Ευρ. 4. με απαρ., διστάζω να κάνω κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· και με το απαρ. να παραλείπεται, οπισθοχωρώ, σε Σοφ. II. 1. με αιτ., απέχω, διαφεύγω, αποφεύγω, σε Όμηρ. κ.λπ.· φεύγω φόνον, αποφεύγω τις συνέπειες του φόνου, σε Ευρ.· η Παθ. μτχ. παρακ. επίσης διατηρεί την αιτ. στον Όμηρ., ο οποίος τη συνάπτει με εἶναι ή γενέσθαι, = πεφευγέναι, π.χ. μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι, λέω ότι κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι, στο ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, ἠνίοχον φύγον ἡνία, τα ηνία έφυγαν από τα χέρια του, στο ίδ. III. 1. φεύγω από την πατρίδα μου εξαιτίας ενός εγκλήματος, σε Όμηρ.· οἱ φεύγοντες, οι εξόριστοι, σε Θουκ.· φεύγω πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ. 2. φεύγω ὑπό τινος, εξορίζομαι από κάποιον, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., πηγαίνω στην εξορία, ζω στην εξορία, Λατ. exulare, σε Ηρόδ. IV. ως Αττ. δικανικός όρος, είμαι κατηγορούμενος ή καταδιωκόμενος· ὁ φεύγων, κατηγορούμενος, εναγόμενος, Λατ. reus, αντίθ. του διώκων, κατήγορος, ενάγων, σε Αριστοφ., Ρήτ.· με αιτ., φεύγωγραφήν ή δίκην, δικάζομαι ως κατηγορούμενος για κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· το έγκλημα τίθεται σε γεν., φεύγω φόνου (ενν. δίκην), κατηγορούμαι για φόνο, σε Λύσ. κ.λπ.· φεύγω ἀσεβείας ὑπό τινος, κατηγορούμαι ως ασεβής ή καταγγέλλομαι από κάποιον, σε Πλάτ.
φεύζω, μέλ. -ξω, κράζω φεῦ, φωνάζω φευ, απαντάται άπαξ μόνο, τί τοῦτ' ἔφευξας; σε Αισχύλ.
φευκτέον, ρημ. επίθ. του φεύγω, αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.
φευκτός, , -όν, ρημ. επίθ. του φεύγω· 1. αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει κάποιος, σε Αριστ. 2. αυτός που μπορεί να τον αποφύγει κάποιος, σε Σοφ.
φευξείω, εύχομαι να δραπετεύσω (να φύγω), σε Ευρ.
φεῦξις, -εως, , = φύξις, σε Σοφ.
φεύξομαι-οῦμαι, μέλ. του φεύγω.
φεψᾰλόομαι, Παθ., καίγομαι και γίνομαι τέφρα (στάχτη), αποτεφρώνομαι, σε Αισχύλ.
φέψᾰλος, -ου, , σπινθήρας, κομμάτι από αναμμένα κάρβουνα, σε Αριστοφ.· ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται, δηλ. θα κρεμαστεί πάνω από τη φωτιά, λέγεται για πράγματα περιορισμένα και άχρηστα, σε Αριστοφ.
φή, εγκλιτ. αντί φησί, I. γʹ ενικ. του φημί. II. φῆ, Δωρ. φᾶ, ποιητ. αντί ἔφη, γʹ ενικ. αορ. βʹ.
φηγῐνέος, , -ον, = επόμ., σε Ανθ.
φήγῐνος, , -ον, δρύινος, σε Ομήρ. Ιλ.
φηγός, (φᾰγεῖν), I. είδος βελανιδιάς που φέρει φαγώσιμα βελανίδια, Quercus esculus(όχι το Λατ. fagus, οξυά, παρόλο που τα ονόματα είναι πανομοιότυπα), αφιερωμένη στο Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. II. βελανίδι του ίδιου δέντρου, σε Αριστοφ.
φήῃ, Επικ. αντί φῇ, υποτ. γʹ ενεστ. του φημί.
φήληξ, -ηκος, , άγριο σύκο (πιθ. από φηλός = απατηλός, επειδή φαίνεται ώριμο ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι), σε Αριστοφ.
φηλητεύω, κοροϊδεύω, εξαπατώ, σε Ομηρ. Ύμν.
φηλήτης, -ου, (φῆλος), απατεώνας, κλέφτης, σε Ησίοδ. κ.λπ.
φῆλος, -ον, απατηλός.
φηλόω, μέλ. -ώσω, κοροϊδεύω, εξαπατώ, σε Αισχύλ.Παθ., φηλούμενοι, σε Ευρ.
φήμη, , Δωρ. φάμα, Λατ. fama·(φημίI. 1. φωνή εξ ουρανού, προφητική φωνή, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, όταν ο Οδυσσέας προσεύχεται στο Δία, φήμην τίς μοι φάσθω, αυτός του απαντά με κεραυνό, στο ίδ.· απ' όπου χρησμός, προφητεία, οιωνός, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. λόγος ή φήμη διαδεδομένη ανάμεσα στους ανθρώπους, διάδοση, σε Ησίοδ., Αισχίν.· ὑποδεεστέρα τῆς φήμης, κατώτερη από τη φήμη, δηλ. ήταν υπερβολική, σε Θουκ. 3. κουβέντα ή λόγος για το χαρακτήρα κάποιου ανθρώπου, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως καλά λόγια, φήμη, σε Ηρόδ., Πίνδ.· επίσης φῆμαι πονηραί, σε Αισχύλ. κ.λπ. 4. φᾶμαι, ύμνοι επαινετικοί, σε Πίνδ. II. 1. οποιαδήποτε φωνή ή λέξη, λόγος, ομιλία, σε Αισχύλ.· ιδίως, κοινός λόγος, παράδοση, μύθος, σε Ευρ., Πλάτ. 2. αγγελία, σε Τραγ.