Αποτελέσματα για: "Φ"
Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [141 - 160]
-
φαῦλος, -η, -ον και -ος, -ον, όπως φλαῦρος. I. 1. λέγεται για πράγματα, λεπτός, ελαφρύς, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίρρ. φαύλως κρίνειν, εκτιμώ κάτι αψήφιστα ή λανθασμένα, σε Αισχύλ.· φαύλ.ἀποδιδράσκειν, απαλλάσσομαι με ευκολία, σε Αριστοφ.· υπερθ. φαυλότατα καὶ ῥᾷστα, στον ίδ. 2. ασήμαντος, μηδαμινός, μικρός, αξιολύπητος, ανάξιος, σε Θουκ. κ.λπ.· φαῦλα ἐπιφέρειν, προσάπτω ασήμαντες κατηγορίες, σε Ηρόδ.· επίρρ., οὔτι φαύλως, όχι με ασήμαντη δύναμη, σε Ευρ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, ταπεινός στο γένος, κακός, κοινός, οἱ φαυλότατοι, του κοινότατου είδους (λέγεται για στρατιώτες), σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., φαῦλος μάχεσθαι, στον ίδ.· φαῦλος λέγειν, σε Πλάτ. 2. αμέριμνος, απερίσκεπτος, αδιάφορος, Λατ. securus, σε Ευρ.· επίρρ., φαύλως εὕδειν, στον ίδ.· φαύλως λογίσασθαι, υπολογίζω πρόχειρα, χονδρικά, σε Αριστοφ.· φαύλως εἰπεῖν, Λατ. strictim dicere, χωρίς προσοχή, σε Πλάτ. 3. με θετική σημασία, απλός, ανεπιτήδευτος, στον ίδ.· επίρρ. φαύλως παιδεύειν τινά, σε Ξεν.
-
φαυλότης, -ητος, ἡ, 1. μηδαμινότητα, ευτέλεια, πενιχρότητα, κακία, λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ φαυλότης τῶν στρατηγῶν, έλλειψη στρατηγικής δεξιότητας, σε Δημ.· έλλειψη κρίσης, σε Ξεν. 2. με θετική σημασία, σαφήνεια, απλότητα, στον ίδ.
-
φαυσ-ίμβροτος, -ον, = φαεσ-ίμβροτος, σε Πίνδ.
-
φάω, Επικ. γʹ ενικ. προστ. φάε, δίνω φως, λάμπω (όπως φαίνω II), σε Ομήρ. Οδ.
-
φέβομαι, Παθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. = φοβέομαι, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια τρομοκρατημένος, σε Όμηρ.
-
φέγγος, -εος, τό, 1. φως, λάμψη, λαμπρότητα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ., Τραγ.· ιδίως όπως φάος, φῶς, το φως της ημέρας, σε Τραγ.· δεκάτῳ φέγγει ἔτους, στο φως του δέκατου έτους, δηλ. στο δέκατο έτος, σε Αισχύλ.· επίσης, το φως του φεγγαριού, σε Ξεν. 2. λέγεται για ανθρώπους, φέγγος ἰδεῖν, βλέπω το φως, έρχομαι στον κόσμο (γεννιέμαι), σε Πίνδ.· λιπεῖν φέγγος, σε Ευρ. 3. φως λαμπάδας ή φωτιάς, σε Αισχύλ.· φως, λαμπάδα, σε Αριστοφ.· πληθ. φέγγη, φωτιές, σε Πλούτ. 4. το φως των ματιών, σε Ευρ., Θεόκρ.· τυφλὸν φέγγος, δηλ. τυφλότητα, σε Ευρ. 5. φως, μεταφ. λέγεται για δόξα, υπερηφάνεια, χαρά, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
-
φέγγω, φωτίζω — Παθ., φωτίζω, φέγγω, σε Αριστοφ.
-
φείδεο, Επικ. προστ. του επόμ.
-
φειδίτια, τά, βλ. φιδίτια.
-
φείδομαι, ποιητ. γʹ πληθ. παρατ. φείδοντο· μέλ. φείσομαι, Επικ. πεφῐδήσομαι, αόρ. αʹ ἐφεισάμην, Επικ. γʹ ενικ. φείσατο· Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ πεφῐδόμην, ευκτ. πεφῐδοίμην, απαρ. πεφιδέσθαι· αποθ., κάνω οικονομία, Λατ. parcere. I.φείδομαι ανθρώπων και πραγμάτων στον πόλεμο, δηλ. δεν τους καταστρέφω, με γεν., σε Όμηρ., Αττ.· απόλ., λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι, είμαι ελεήμων, σε Θουκ. II. 1. κάνω οικονομία στη χρήση, συγκρατούμαι στη χρήση, χρησιμοποιώ με φειδώ, ἵππων φειδόμενος δηλ. φροντίζω γι' αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ φείδεο σίτου, σε Ησίοδ.· φείδεο τῶν νεῶν, σε Ηρόδ.· τί φειδόμεσθα τῶν λίθων; γιατί αποφεύγουμε να τις χρησιμοποιούμε; σε Αριστοφ.· φείδ. μήτε χρημάτων μήτε πόνων, σε Πλάτ. 2. απόλ., είμαι φειδωλός, είμαι οικονομικός, ζω οικονομικά, σε Θέογν.· οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενος, σε Δημ.· η μτχ. αυτή χρησιμ. ως επίθ. = φειδωλός, σε Αριστοφ.· επίρρ. φειδομένως, με φειδώ, σε Κ.Δ., Πλούτ. III. απομακρύνομαι από, τοῦ κινδύνου, σε Ξεν.· φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς, μην οπισθοχωρήσεις καθόλου από αυτά που έχεις στο μυαλό, σε Σοφ.· επίσης με απαρ., σταματώ ή παύω να κάνω, απέχω από το να κάνω, σε Ευρ.
-
φειδώ, -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ (φείδομαι)· I. φροντίδα, νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ. II. απόλ., οικονομία, φειδώ, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· συγκράτηση από την έκθεση κάποιου σε κίνδυνο, σε Θουκ.
-
φειδωλή, ἡ, = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.
-
φειδωλία, ἡ, = φειδώ, σε Αριστοφ., Πλάτ.
-
φειδωλός, -ή, -όν και -ός, -όν, φειδωλός, οικονομικός, και ως ουσ. φιλάργυρος, τσιγγούνης, σε Αριστοφ., Πλάτ.· φειδωλὴ γλῶσσα, φειδωλή (φτωχή) γλώσσα, σε Ησίοδ.· με γεν., φειδωλὸς χρημάτων, σε Πλάτ.· τὸ φειδωλόν = φειδώ, στον ίδ.· επίρρ. -λῶς, στον ίδ.
-
φείδων, -ωνος, ὁ, I. αγγείο για λάδι με στενό λαιμό, που αφήνει λίγο μόνο λάδι να εκρεύσει, σε Θεόκρ. II. ως κύριο όν. Φείδων, όνομα ενός γέροντα στους κωμικούς ποιητές, Φείδων, απ' όπου πατρών. Φειδωνίδης[ῐ], -ου, ὁ, γιος του Φείδωνα, σε Αριστοφ.
-
φείσασθαι, απαρ. αορ. αʹ του φείδομαι· φείσατο, Επικ. γʹ ενικ.
-
φειστέον, ρημ. επίθ. από φείδομαι, αυτό που πρέπει να γίνει με φειδώ, σε Ισοκρ.
-
φελλεύς, -έως, ὁ, πετρώδες έδαφος, ως κύριο όν., σε Αριστοφ.
-
φέλλῐνος, -η, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από φελλό, σε Λουκ.
-
φελλίον, τό, = φελλεύς, σε Ξεν.