Αποτελέσματα για: "Υ"
Βρέθηκαν 1.258 λήμματα [81 - 100]
-
ὕδωρ[ῠ], τό, γεν. ὕδατος (ῡ Επικ.), δοτ. ὕδατι, Επικ. επίσης ὕδει (όπως αν προερχόταν από το ὕδος), 1. νερό, κάθε είδους, αλλά σε Όμηρ. σπανίως λέγεται για το θαλασσινό (το οποίο αποκαλείται ἁλμυρὸν ὕδωρ)· επίσης σε πληθ., ὕδατ' ἀενάοντα, σε Ομήρ. Οδ.· ὕδατα Καφίσια, τα νερά του Κηφισού, σε Πίνδ.· ὕδωρ κατὰ χειρός, λέγεται για πλύσιμο χεριών, σε Αριστοφ.· ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, σε Όμηρ.· παροιμ., γράφειν τι εἰς ὕδωρ, λέγεται για ο,τιδήποτε αναξιόπιστο, σε Σοφ.· ἐν ὕδατι γράφειν, σε Πλάτ.· ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; εάν το νερό σε πνίγει, τι περισσότερο μπορεί να γίνει; λέγεται για κατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωσης, σε Αριστ. 2. βρόχινο νερό, βροχή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· πιο συγκεκριμένα, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· Ζεὺς ὕδωρ ὕει, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ, σε Αριστοφ. 3. λέγεται στην φράση ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, σε Ηρόδ., βλ. βρέχω. 4. σε Αττ. δικανική φράση, τὸ ὕδωρ ήταν το νερό της κλεψύδρας (κλεψύδρα), σε Δημ.· ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος, στο χρονικό διάστημα που μου επιτρέπεται, στον ίδ.· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, δεν μπορεί κάποιος να τα πει (όλα) με μία λέξη, μ' έναν λόγο, στον ίδ.· ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, σταμάτα την ροή του νερού στην κλεψύδρα (κάτι που συνέβαινε όταν ο λόγος διακόπτονταν από την κλήση μαρτύρων ή από την ανάγνωση νόμων ή ψηφισμάτων), στον ίδ.· ἀποδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, του δίνεται η σειρά να μιλήσει, σε Αισχίν.
-
ὕειος, -α, -ον (ὗς), χοιρινός ή γουρουνίσιος, ὑεία κοιλία, χοιρινός πατσάς, κοιλιά, σε Αριστοφ.· θηρίον ὕειον, λέγεται για χαρακτήρα κτηνώδους, βάρβαρης αμάθειας, σε Πλάτ.
-
Ὑέλη, ἡ, η πόλη Velia στην Κάτω Ιταλία, σε Ηρόδ.
-
ὑέλινος, ὑελίτης, ὕελος, Ιων. και μεταγεν. τύπος του ὑαλ-.
-
ὕεσσι, Επικ. αντί του ὗσι, δοτ. πληθ. του ὗς.
-
ὑετόεις[ῡ], -εσσα, -εν, βροχερός, σε Ανθ.
-
ὑετός[ῡ], ὁ (ὕω), I. βροχή, Λατ. pluvius, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Αριστοφ.· ιδίως, καταρρακτώδης, διαρκής, συνεχόμενη βροχή, Λατ. nimbus, σε αντίθ. προς το ὄμβρος, Λατ. imber, και ψεκάς ή ψακάς, ψιλόβροχο, σε Ξεν. κ.λπ. II. ως επίθ. σε υπερθ. ἄνεμοι ὑετώτατοι, οι πιο βροχεροί άνεμοι, σε Ηρόδ.
-
ὑηνία, ἡ, χοιρωδία, ανοησία, μωρία, σε Αριστοφ.
-
ὑηνός, -ή, -όν (ὗς), χοιρινός, γουρουνίσιος, σε Πλάτ.
-
Ὕης[ῡ], -ου, ὁ (ὕω), επίθ. για τον Δία, Ζεὺς ὄμβριος, και τον Βάκχο, Διόνυσο· σε ποιον απ' αυτούς αναφέρεται η ιαχή, Ὕης ἄττης, στον Δημ., είναι αμφίβολο.
-
ὑθλέω, μέλ. -ήσω, λέω ανοησίες, σπαταλώ, χάνω άσκοπα την ώρα μου, φλυαρώ, Λατ. nugari, σε Αριστοφ.
-
ὕθλος, ὁ, ανόητος λόγος, μωρολογία, ανοησία, κουταμάρα, σε Πλάτ., Δημ.· σε πληθ., ὕθλους λέγειν, όπως το Λατ. nugae, σε Πλάτ.
-
υἷα, υἷας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του υἱός.
-
υἱάσι, ποιητ. δοτ. πληθ. του υἱός.
-
ὑΐδιον, τό, I. υποκορ. του ὗς, σε Ξεν. II.ὑΐδιον, τό, υποκορ. του υἱός, σε Αριστοφ.
-
ὑϊδοῦς, -οῦ, ὁ (υἱός), όπως το ὑϊδεύς, εγγονός, σε Ξεν., Δημ.
-
υἱϊδεύς, -έως, ὁ, = ὑϊδοῦς, σε Ισοκρ.
-
ὑϊκός, -ή, -όν (ὗς), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε χοίρο, χοιρινός, ὑϊκόν τι πάσχειν, πάσχω από κάτι που ανήκει στην φύση του χοίρου, σε Ξεν.
-
υἱο-θεσία, ἡ (τίθημι
Β. I.), υιοθεσία τέκνου, σε Κ.Δ.
-
υἱός, ὁ, κλίνεται ομαλά υἱοῦ, υἱῷ, υἱόν· επίσης κατά την γʹ κλίση όπως αν υπήρχε ονομ. *υἱεύς, γεν. υἱέος, δοτ. υἱεῖ, Επικ. υἱέϊ, αιτ. υἱέα· δυϊκ. υἱέε, υἱέοιν· πληθ. υἱεῖς, Επικ. υἱέες, υἱέσι, υἱεῖς, Επικ. υἱέας· στον Όμηρ. επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. *υἷς), γεν. υἷος, δοτ. υἷι, αιτ. υἷα, δυϊκ. υἷε (που διακρίνεται από την κλητ. ενικ. υἱὲ από τον τόνο), πληθ. υἷες, υἱάσι, υἷας· σε μεταγεν. Επικ. έχουμε γεν. υἱῆος, υἱῆι κ.λπ.· 1. γιος, Λατ. filius, σε Όμηρ. κ.λπ.· υἱὸν ποιεῖσθαί τινα, υιοθεσία γιου (τέκνου), σε Αισχίν.· υἱεῖς ἄνδρες, ενήλικοι, ώριμοι, μεγάλοι γιοι, σε Δημ.· σπανιότερα λέγεται για ζώα, σε Κ.Δ. 2. σε περιφράσεις, υἷες Ἀχαιῶν, αντί Ἀχαιοί, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. παῖς. (Ο Όμηρ. μερικές φορές παραδίδει την πρώτη συλλαβή βραχεία, όπως αν υπήρχε ὑός).