Αποτελέσματα για: "Υ"
Βρέθηκαν 1.258 λήμματα [101 - 120]
-
υἱωνός, -οῦ, ὁ (υἱός), εγγονός, σε Όμηρ., Πλούτ.
-
ὕλαγμα[ῠ], -ατος, τό (ὑλάω), γαύγισμα σκύλου, σε Ευρ.· μεταφ., νηπίοις ὑλάγμασιν, με τσιρίγματα, κραυγές, σε Αισχύλ.
-
ὑλαγμός[ῠ], ὁ (ὑλάω), γαύγισμα, υλακή, ουρλιαχτό, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
-
ὑλ-ᾰγωγέω[ῡ] (ἀγωγός), μέλ. -ήσω, μεταφέρω ξύλα, σε Δημ.
-
ὑλαῖος, -α, -ον (ὕλη), δασικός, άγριος, σε Θεόκρ.
-
ὑλᾰκή, ἡ (ὑλάω), γαύγισμα, κραυγή, ουρλιαχτό, σε Ανθ., Πλούτ.
-
ὑλᾰκό-μωρος, -ον, αυτός που συνεχώς γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.
-
ὑλακτέω[ῠ] (ὑλάω), αόρ. αʹ ὑλάκτησα· I. 1. γαυγίζω, ουρλιάζω, λέγεται για σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, γαβγίζω, υλακτώ, σε Ξεν. 2. μεταφ., κραδίη ὑλάκτει, γουργουρίζει, διαμαρτύρεται έντονα, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., ξεστομίζω ξεδιάντροπα και αναίσχυντα λόγια, σε Σοφ.· ἄμουσ' ὑλακτῶν, κραυγάζοντας τα άξεστά του τραγούδια, άσματα, σε Ευρ. II. μτβ., γαυγίζω εναντίον κάποιου, τινά, σε Αριστοφ., Ισοκρ.
-
ὑλακτητής, -οῦ, ὁ, αυτός που γαυγίζει, κράχτης, διαλαλητής, σε Ανθ.
-
ὑλᾱ-τόμος, Δωρ. αντί του ὑλη-τόμος.
-
ὑλάω[ῠ], μόνο σε ενεστ. και παρατ., I. υλακτώ, γαυγίζω, ουρλιάζω, κραυγάζω, λέγεται για σκύλους, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως σε Μέσ., κύνες οὐχ ὑλάοντο, στο ίδ. II. μτβ., γαυγίζω ή ουρλιάζω εναντίον κάποιου, τινά, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ. (ηχομιμ.).
-
ὑλειώτης, -ου, ὁ (ὑλή), αυτός που ζει στα δάση, σε Ανθ.
-
ὕλη[ῡ], ἡ, Λατ. sylva, I. δρυμός, λόγγος, δάσος, άλσος, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὰ δένδρα καὶ ὕλη, καρποφόρα δένδρα και άγρια δέντρα του δάσους, σε Θουκ.· θάμνοι, χαμόκλαδα, αντίθ. προς τα δέντρα τα κατάλληλα για υλοτόμηση, σε Ξεν. II. κομμένα, υλοτομημένα ξύλα, καυσόξυλα, καύσιμη ύλη, σε Όμηρ. κ.λπ. III. 1. όπως το Λατ. materia, ύλη από την οποία κατασκευάζεται, φτιάχνεται κάτι, ακατέργαστη, πρώτη ύλη, ξύλο, ξυλεία, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. στην Φιλοσοφία, ύλη, υλικό στοιχείο, ουσία, σε Αριστ. 3. υποκείμενο, υπόθεση, στον ίδ.
-
ὑλήεις, -εσσα, -εν (ὕλη), επίσης ὑλήεις ως θηλ.· Δωρ. ὑλάεις, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλάεντα· 1. δασώδης, δρυμώδης, σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· ἄταρπος ὑλήεσσα, μέσω του δάσους, σε Ανθ. 2. αυτός που κατοικεί, διαμένει, ζει στα δάση, στον ίδ.
-
ὑλη-κοίτης, -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.
-
ὑλη-τόμος, -ον, Δωρ. ὑλᾱτόμος, = ὑλοτόμος, σε Θεόκρ.
-
ὑλη-φόρος, -ον, = ὑλο-φόρος, σε Αριστοφ.
-
ὑλη-ωρός, -όν (οὖρος), δασοφύλακας, σε Ανθ.
-
ὑλίζω, μέλ. -ίσω, διυλίζω, στραγγίζω· βλ. δι-υλίζω (αμφίβ. προέλ.).
-
ὑλο-βάτης, -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.