Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [901 - 920]
τοξάζομαι, μέλ. τοξάσομαι, (τόξον), αποθ., σημαδεύω με τόξο, τοξεύω, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., τοξεύω προς κάποιον, στο ίδ.
τοξ-αλκέτης, -ου, (ἀλκή), ισχυρός στην τοξοβολία, σε Ανθ.
τοξάριον[ᾰ], τό, υποκορ. του τόξου, σε Λουκ.
τόξ-αρχος, , I. ο άρχοντας του τόξου, τοξότης, σε Αισχύλ. II. ο αρχηγός της στρατιωτικής τάξης των τοξοβόλων, σε Θουκ.
τόξευμα, -ατος, τό, I. αυτό που εκτοξεύεται, βέλος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ὅσον τόξευμα ἐξικνέεται, η απόσταση βολής του τόξου, σε Ηρόδ.· πρὶν τόξευμα ἐξικνεῖσθαι, πριν το βέλος τους φτάσει, σε Ξεν.· ἐντὸς τοξεύματος, εντός της ρίψης τόξου, στον ίδ.· ἔξω τοξεύματος, σε Θουκ.· μεταφ., καρδίας τοξεύματα, σε Σοφ. II. στον πληθ., τὰ τοξεύματα αντί οἱ τοξόται, η στρατιωτική δύναμη των τοξοβόλων, σε Ηρόδ.
τοξευτός, , -όν, χτυπημένος από βέλος, σε Σοφ.
τοξεύω, μέλ. τοξεύσω, I. χτυπώ με τόξο, τινός, κατά κάποιου σημείου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· εἴς τινα, σε Ηρόδ.· μεταφ., στοχεύω κάπου, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., χρησιμοποιώ το τόξο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας, έχοντας τοξεύσει αρκετά ψηλά, σε Σοφ. II. με αιτ., τοξεύω, χτυπώ με βέλος, τινά, σε Ευρ., Ξεν.Παθ., χτυπιέμαι από βέλος, σε Θουκ. 2. με αιτ. πράγμ., χτυπάω από τόξο· μεταφ., εκπέμπω, αποστέλλω, ὕμνους, σε Πίνδ.· ταῦτα ἐτόξευσεν μάτην, μάταια έριξε τα βέλη αυτά, σε Ευρ.Παθ., πᾶν τετόξευται βέλος, σε Αισχύλ.
τοξ-ήρης, -ες (ἀραρίσκω1. οπλισμένος με τόξο, σε Ευρ. 2. = τοξικός, στον ίδ.· τοξήρης ψαλμός, ήχος που παράγεται από τη χορδή τόξου, στον ίδ.
τοξικός, , -όν (τόξονI. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο τόξο, σε Αισχύλ.· ἡ τοξική (ενν. τέχνη), η τέχνη της τοξοβολίας, σε Πλάτ. II. λέγεται για πρόσωπο, επιδέξιος στη χρήση του τόξου, τοξικώτατος, σε Ξεν.
τοξο-βόλος, -ον (βάλλω), αυτός που χτυπάει με τόξο, σε Ανθ.
τοξο-δάμᾱς[δᾱ], -αντος, (δαμάω), = το επόμ., σε Αισχύλ.
τοξό-δαμνος, -ον, αυτός που δαμάζει, υποτάσσει με το τόξο του, τοξόδαμνος Ἄρης, ο πόλεμος των τοξοτών, δηλ. των Περσών, σε Αισχύλ.· τοξόδαμνος Ἄρτεμις, σε Ευρ.
τόξον, τό (τυγ-χάνωI. τόξο, σε Όμηρ.· συχνά στον πληθ. γιατί το αρχαίο τόξο αποτελούνταν από δύο τμήματα από κέρατο, ενωμένα στη μέση με τον πήχυν· τόξα τιταίνειν ή ἕλκειν, σύρω το τόξο, σε Ομήρ. Ιλ.· καθώς το τόξο ήταν το κυρίως όπλο των Ανατολικών λαών, το τόξου ῥῦμα, σήμαινε τους Πέρσες, αντίθ. προς το λόγχης ἰσχύς (τους Έλληνες), σε Αισχύλ.· μεταφ., τόξῳ, από εικασία, στον ίδ. II. στον πληθ. επίσης, τόξο και βέλη, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. III. μεταφ., τόξα ἡλίου, οι ακτίνες του, σε Ευρ.
τοξο-ποιέω, φτιάχνω κάτι όπως το τόξο, σχηματίζω τόξο, τοξοποιέω τὰςὀφρῦς, λέγεται για υποκριτή άνθρωπο, σε Αριστοφ.
τοξοσύνη, , επιστήμη, γνώση των τόξων, εμπειρία στην τοξοβολία, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
τοξότης, -ου, Δωρ. -τας, , (τόξονI. 1. αυτός που χρησιμοποιεί το τόξο στις μάχες, οπλισμένος με τόξο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ. 2. ο Τοξότης, Λατ. Sagittarius, αστερισμός του Ζωδιακού κύκλου, σε Λουκ. II. στην Αθήνα, οἱ τοξόται αποτελούσαν την αστυφυλακή της πόλης, καλούνταν επίσης Σκύθαι, επειδή ήταν δούλοι φερμένοι από χώρες βόρεια της Ελλάδας, σε Αριστοφ. κ.λπ.
τοξ-ουλκός, -όν (ἕλκωI. αυτός που τραβά το τόξο, σε Αισχύλ. II. αἰχμὴ τοξουλκός, βέλος που τεντώνει το τόξο, στον ίδ.
τοξοφορέω, μέλ. τοξοφορήσω, φέρω, έχω τόξο, λέγεται για τον Έρωτα, σε Ανθ.
τοξο-φόρος, , (φέρω), αυτός που φέρει τόξο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ὁ τοξοφόρος = τοξότης, σε Ηρόδ.
τόπαζος, , κίτρινο τοπάζι, χρυσόλιθος, σε Ανθ.