Αποτελέσματα για: "Τ"
Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [761 - 780]
-
τῑμήορος, -ον, Ιων. αντί τιμάορος, τιμωρός.
-
τῑμῇς, συνηρ. αντί τιμήεις.
-
τίμησις, -εως, ἡ (τῑμάω)· 1. εκτίμηση περιουσίας, καθορισμός αξίας ή τιμής, σε Πλάτ. 2. προσδιορισμός ζημίας ή βλάβης, σε Αισχίν. κ.λπ.· εκτίμηση οικονομικής κατάστασης ή υπολογισμός περιουσίας κατοίκων για πολιτικούς σκοπούς, σε Αριστ.
-
τῑμητεία ή τῑμητία (τιμητής II), ἡ, το αξίωμα του τιμητή, Λατ. censura, σε Πλούτ.
-
τιμητέος, -α, -ον, I.ρημ. επίθ. του τιμάω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να τιμήσει ή να εκτιμήσει, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. II. τιμητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να τιμήσει, να εκτιμήσει, σε Ξεν. κ.λπ.
-
τῑμητεύω, είμαι τιμητής, σε Πλούτ.
-
τῑμητής, -οῦ, ὁ (τιμάω)· I. εκτιμητής, αυτός που προσδιορίζει την ποινή ή την αποζημίωση, σε Πλάτ. II. στη Ρώμη, αυτός που υπολογίζει ή εκτιμά την περιουσία των πολιτών, σε Πολύβ.
-
τῑμητικός, -ή, -όν, αυτός που διαμορφώνει την εκτίμηση· 1. λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της ποινής, πινάκιον τιμητικόν, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για τον καθορισμό του μεγέθους της περιουσίας, ἡ τιμητικὴ ἀρχή = τιμητεία, σε Πλούτ.· τιμητικός, ὁ, Λατ. vir censorius, κάποιος που έχει υπάρξει τιμητής, στον ίδ.
-
τῑμητός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τιμάω, αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκτιμήσει ή να υπολογίσει, βλ. ἀτίμητος.
-
τίμιος, -α, -ον και τίμιος, -ον (τῑμή), τιμημένος· I. λέγεται για πρόσωπα, ο τιμώμενος, αυτός που διατελεί σε τιμή, άξιος τιμής, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. II. λέγεται για πράγματα, πολύτιμος, με αξία, σε Τραγ.· επίσης, αυτός που έχει υψηλή τιμή, ακριβός, σε Ηρόδ. 2. αυτός που παρέχει τιμή, έντιμος, σε Αισχύλ., Ξεν.· τὰ τιμιώτατα = τὰ φίλτατα, σε Δημ.
-
τῑμιότης, -ητος, ἡ, αξία, τιμή, τιμιότητα, σε Αριστ.
-
τῑμο-κρᾰτία, ἡ (κρατέω)· I. πολιτειακό σύστημα στο οποίο η περιουσία είναι κριτήριο εξουσίας και τα αξιώματα κατανέμονται βάσει αυτής, σε Πλάτ. II. πολιτεία στην οποία άρχει η αγάπη για τα αξιώματα, σε Αριστ.
-
τῑμοκρᾰτικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην τιμοκρατίαν I, σε Πλάτ. II. ἡ τιμοκρατικὴ πολιτεία = τιμοκρατία II, σε Αριστ.
-
τῖμος, ὁ, ποιητ. τύπος του τιμή II, σε Αισχύλ.
-
τῑμωρέω, μέλ. τιμωρήσω — Μέσ., μέλ. τιμωρήσομαι, αόρ. ἐτιμωρησάμην — Παθ., παρακ. τετῑμώρημαι, χρησιμ. επίσης με Μέση σημασία· (τιμωρός)· I. βοηθώ, επικουρώ, έρχομαι σε βοήθεια κάποιου, τινί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., παρέχω βοήθεια, βοηθώ, σε Ηρόδ. II. 1. βοηθώ κάποιον που έχει αδικηθεί, παίρνω εκδίκηση για εκείνον, με δοτ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Σοφ., Ευρ.· με πλήρη σύνταξη το πρόσωπο υπέρ του οποίου γίνεται η εκδίκηση τίθεται σε δοτ., το πρόσωπο κατά του οποίου γίνεται η εκδίκηση τίθεται σε αιτ., και το έγκλημα για το οποίο γίνεται η εκδίκηση τίθεται σε γεν.· τιμωρεῖν τινι τοῦ παιδὸς τὸν φονέα, εκδικήθηκε τον φονιά για το θάνατο του γιού του, σε Ξεν.· επίσης με αιτ. πράγμ., τιμωρέω τὸν φόνον, εκδικούμαι για τη σφαγή του, σε Πλάτ. — Παθ., τιμωρούμαι μέσω εκδίκησης, στον ίδ. κ.λπ.· απρόσ., τετιμώρηται τῷ Λεωνίδῃ, εκδίκηση για τον Λεωνίδα, σε Ηρόδ. 2. τιμωρεῖν τινα, τον τιμωρώ για εκδίκηση, σε Σοφ.· στη Μέσ., κολάζω για εκδίκηση, εκδικούμαι κάποιον, τινα, σε Ηρόδ., Αττ.· Ἑαυτὸν τιμωρούμενος, Βασανιστής του εαυτού του, όνομα κωμωδίας του Μενάνδρου· με γεν. πράγμ., τιμωρεῖσθαί τινά τινος, τιμωρώ κάποιον παίρνοντας εκδίκηση για κάποιο πράγμα, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως επίσης, τιμωρέω τινὰ ἀντί τινος, σε Ηρόδ.· με αιτ. πράγμ., σ' ἀδελφῆς αἷμα τιμωρήσεται, θα τιμωρηθείς με την «επίσκεψη» του αίματος της αδερφής του πάνω σου, σε Ευρ. 3. στη Μέσ. επίσης απόλ., εκδικούμαι, ζητώ εκδίκηση, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· τὸ τιμωρησόμενον, η πιθανότητα της εκδίκησης, σε Δημ.· ἐς Λεωνίδην τετιμωρήσεαι, θα πάρεις εκδίκηση για την τιμή του Λεωνίδα, σε Ηρόδ.
-
τῑμώρημα, -ατος, τό, I. βοήθεια, επικουρία, συνδρομή, με δοτ., σε Ηρόδ. II. πράξη εκδίκησης· ποινή, τιμωρία, σε Πλάτ.
-
τῑμωρητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ηρόδ.· ομοίως στον πληθ., τιμωρητέα, σε Θουκ. II. αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να εκδικηθεί, να τιμωρήσει κάποιον, τινά, σε Ισοκρ. III. τιμωρητέος, -α, -ον, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να τιμωρήσει, σε Δημ.
-
τῑμωρητήρ, -ῆρος, ὁ, εκδικητής, σε Ηρόδ.
-
τῑμωρητικός, -ή, -όν, εκδικητικός, σε Αριστ.· τὰ τιμωρητικά, πράξεις εκδίκησης, στον ίδ.
-
τῑμωρία, Ιων. τιμωρίη, ἡ, I. βοήθεια, επικουρία, συνδρομή, σε Ηρόδ., Θουκ. II. βοήθεια προς κάποιον που έχει αδικηθεί, ανταπόδοση, εκδίκηση, τιμωρία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πατρὸς τιμωρία, εκδίκηση για τον πατέρα, σε Ευρ.· ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ τιμωρίᾳ, με σκοπό να μας τιμωρήσουν, σε Θουκ.· ποιεῖσθαι τιμωρίαν, να εκτελείς εκδίκηση, σε Δημ.· τιμωρίαν εὑρεῖν τινος, βρίσκει εκδίκηση από το χέρι του, σε Αισχύλ.· τα τιμωρίαν λαμβάνειν, τιμωρίας τυγχάνειν, χρησιμοποιούνται και από τον εκδικητή και από αυτόν εναντίον του οποίου στρέφεται η τιμωρία, σε Πλάτ., Θουκ.· στον πληθ., ποινές, τιμωρίες, σε Πλάτ.