Αποτελέσματα για: "Τ"
Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [641 - 660]
-
τεχνίον, τό, υποκορ. του τέχνη, σε Πλάτ.
-
τεχνίτης[ῑ], -ου, ὁ (τέχνη)· I. αυτός που εξασκεί κάποια τέχνη, χειρωνάκτης, επιτηδευματίας, δεξιοτέχνης μάστορας, σε Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ειδικευμένος σ' ένα πράγμα, σε Ξεν.· επίσης, τι ή περί τι, στον ίδ. II. δολοπλόκος, ραδιουργός, σε Λουκ.
-
τεχνῖτις, -ιδος, θηλ. του τεχνίτης, σε Ανθ.
-
τεχνολογέω, μέλ. τεχνολογήσω, υπάγω κάτι στους κανόνες της τέχνης, συστηματοποιώ, σε Αριστ.
-
τεχνο-λόγος, -ον, αυτός που πραγματεύεται κάτι κατά τους κανόνες της τέχνης.
-
τεχνοσύνη, ἡ, ποιητ. αντί τέχνη, σε Ανθ.
-
τεχνύδριον, τό, υποκορ. του τέχνη, σε Πλάτ.
-
τέῳ; I. Ιων. αντί τίνι; δοτ. του τίς; ποιος; σε Ηρόδ. II.τεῳ, Ιων. δοτ. του τις, οποιοσδήποτε, σε Ηρόδ.
-
τέων· I. Ιων. αντί τίνων; γεν. πληθ. του τίς; ποιων; σε Ομήρ. Οδ. ΙI. του τις, οποιωνδήποτε, σε Ηρόδ.
-
τέως, Επικ.τείως, χρονικό επίρρ., I. εν τω μεταξύ, παράλληλα, ενώ συγγενές προς το ἕως, ἕως ἐγὼ ἠλώμην, τείως..., ενώ περιπλανιόμουν, στον ενδιάμεσο χρόνο..., σε Ομήρ. Οδ.· ἐσθίων τέως, ἕως..., σε Αριστοφ. ΙI. για λίγο, για ένα χρονικό διάστημα, τείως μὲν... αὐτὰρ νῦν, σε Ομήρ. Οδ.· τέως μὲν..., εἶτα δὲ..., σε Αριστοφ. κ.λπ. ΙΙI. μέχρι αυτό το χρονικό σημείο, έως εδώ, μέχρι τώρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
-
τῆ, αρχ. Επικ. προστ., λάβε· στον Όμηρ. πάντα ακολουθείται από μια δεύτερη προστ., τῆ σπεῖσον Διί, σε Ομήρ. Ιλ.· τῆ, πίε οἶνον, σε Ομήρ. Οδ.· τῆ νῦν, καὶ σοὶ τοῦτο κειμήλιον ἔστω, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. συγγενές προς το τε-ταγ-ών).
-
τῇ, δοτ. θηλ. του ὁ, όπως ταύτῃ, εδώ, εκεί, σε Όμηρ.
-
τήγᾰνον, βλ. τάγηνον.
-
τῇδε, δοτ. θηλ. του ὅδε, ως επίρρ., εδώ, συνεπώς, έτσι, σε Όμηρ.
-
τήθη, ἡ, γιαγιά, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
-
τηθίς, -ίδος, ἡ, αδερφή πατέρα ή μητέρας, θεία, σε Δημ.
-
τῆθος, -εος, τό, στρείδι, τήθεα διφῶν, καταδύομαι για στρείδια, σε Ομήρ. Ιλ.
-
Τηθύς[ῡ], -ύος[ῠ], ἡ, I. γυναίκα του Ωκεανού, σε Ομήρ. Ιλ.· κόρη του Ουρανού και της Γαίας, μητέρα των ποτάμιων θεών και των Ωκεανίδων, σε Ησίοδ. II. στον Βιργ., Τηθύς είναι η ίδια η θάλασσα (πιθ. από το τήθη, η μητέρα όλων).
-
τηκεδών, -όνος, ἡ (τήκομαι), τήξη, φθορά, παρακμή, σε Ομήρ. Οδ.
-
τηκτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τήκομαι, I. λιωμένος, σε Ευρ. II. ευδιάλυτος, σε Πλάτ.