Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [601 - 620]
τεττῑγο-φόρας, -ου, (φέρω), αυτός που φοράει τέττιγα· επίθ. των Αθηναίων (πρβλ. τέττιξ I. 2), σε Αριστοφ.
τεττῑγ-ώδης, -ες (εἶδος), όμοιος προς τέττιγα, σε Λουκ.
τέττιξ, -ῑγος, , 1. είδος ακρίδας, τζίτζικας, Λατ. cicada, έντομο που χαίρεται να απολαμβάνει τη ζέστη στους θάμνους, ο δε αρσενικός εκπέμπει οξύ τερέτισμα χτυπώντας την κατώτερη μεμβράνη του πτερυγίου του στον θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. χρύσεος τέττιγος, χρυσός τζίτζικας, που τον φορούσαν οι Αθηναίοι πριν τα χρόνια του Σόλωνα, ως σύμβολο του ισχυρισμού τους ότι είναι αὐτόχθονες (αυτή ήταν η υποτιθέμενη προέλευση του εντόμου), σε Αριστοφ., Θουκ.
τέτυγμαι, Παθ. παρακ. του τεύχω· τετύγμην, Επικ. υπερσ.
τετῠκεῖν, Επικ. με αναδιπλ. απαρ. αορ. βʹ του τεύχω.
τέτυμμαι, Παθ. παρακ. του τύπτω.
τέτυξαι, βʹ ενικ. Παθ. παρακ. του τεύχω· τέτυξο, Επικ. βʹ ενικ. υπερσ.· τετύχθαι, απαρ. παρακ.· τετύχθω, γʹ ενικ. προστ.
τετυφωμένως, επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τυφόω, ανόητα, σε Δημ.
τετύχηκα, παρακ. του τυγχάνω.
τεῦ, Δωρ. I. γεν. του σύ. II. τεῦ, Ιων., Επικ., Δωρ., γεν. του τίς; = ποιος; αλλά τευ εγκλιτ., γεν. του τις, κάποιος.
τεῦγμα, τό (τεύχω), κατασκεύασμα, έργο, σε Ανθ.
τευθίς, -ίδος[ῐ], , καλαμάρι, σουπιά, σε Αριστοφ.
τευκτικός, , -όν (τυγχάνω), ικανός να επιτύχει, τινός, σε Αριστ.
τεύξεια, Επικ. ευκτ. αορ. του τεύχω.
τεῦξις, -εως, , επίτευγμα· επίσης = ἔντευξις, σε Ανθ.
τεύξομαι, I. μέλ. του τυγχάνω. II. Μέσ. μέλ. του τεύχω.
τεῦς, Αιολ. και Δωρ. γεν. του σύ.
τευτάζω, μέλ. τευτάσω, παρακ. τετεύτακα· αντί ταὐτάζω, λέω ή κάνω το ίδιο πράγμα, τευτάζω περί τι, καταγίγνομαι με κάτι, ασχολούμαι αποκλειστικά με αυτό, σε Πλάτ.
τευτλίον, τό, υποκορ. του τεῦτλον, σε Αριστοφ.
τευτλόεις, -εσσα, -εν, συνηρ. -οῦς, -οῦσσα, -οῦν, γεμάτος από τεύτλα· απ' όπου, Τευτλοῦσσα, το νησί των τεύτλων, σε Θουκ.