Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [461 - 480]
τερσαίνω, ξηραίνω, στεγνώνω, σε Ομήρ. Ιλ.
τέρσομαι, Παθ. με απαρ. Επικ. αορ. βʹ τερσῆναι, τερσήμεναι, όπως αν προερχόταν από οριστ. ἐτέρσην· I. είμαι ή γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, ἕλκος ἐτέρσετο, το τραύμα στέγνωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· θειλόπεδον τέρσεται ἠελίῳ, η πεδιάδα γίνεται κατάξερη από τον ήλιο, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., ὄσσε δακρυόφιν τέρσοντο, τα μάτια στέγνωσαν από τα δάκρυα, στο ίδ. II. Ενεργ. αμτβ. σε γʹ ενικ. μέλ. τέρσει (όπως αν προερχόταν από ενεστ. τέρρω), σε Θεόκρ.
τερφθείην, ευκτ. Παθ. αορ. του τέρπω.
τερψί-μβροτος, -ον, αυτός που χαροποιεί τις καρδιές των ανθρώπων, Ἥλιος, σε Ομήρ. Οδ.
τερψί-νοος[ῐ], -ον, αυτός που γεμίζει την καρδιά με χαρά, σε Ανθ.
τέρψις, -εως και -ιος, (τέρπω), διασκέδαση, χαρά, ηδονή, τινός, από κάποιον ή σε κάποιο πράγμα, σε Ησίοδ., Τραγ.· τέρψις ἐστί μοι, με απαρ., είναι ευχαρίστησή μου να κάνω, σε Σοφ.· απόλ., χαρά, ευφροσύνη, σε Θέογν., Αισχύλ.
Τερψι-χόρη, Δωρ. -χόρᾱ, , αυτή που διασκεδάζει με τους χορούς, μια από τις εννέα Μούσες, σε Ησίοδ.
τερψί-χορος, -ον, επίσης. , -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.
τεσσᾰρά-βοιος, -ον (ρᾰ, βοῦς), αυτός που αξίζει τέσσερα βόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
τεσσᾰρᾰ-καί-δεκα, βλ. τεσσαρεσκαίδεκα.
τεσσᾰρᾰκαιδεκά-δωρος, -ον, αυτός που έχει μήκος δεκατεσσάρων παλαμών, σε Ανθ.
τεσσᾰράκοντα[ᾱ], Αττ. τεττᾰράκοντα, Ιων. τεσσεράκοντα, οἱ, αἱ, τά, I. άκλιτα (τέσσαρες)· σαράντα, σε Όμηρ. κ.λπ. II. οἱ τεσσαράκοντα, οι Σαράντα, δικαστές που περιδιάβαιναν τους Αττικούς δήμους και αναλάμβαναν κάθε δίκη με αντικείμενο εγκλήματα εξύβρισης και διαφορές όχι ανώτερες των δέκα δραχμών, σε Δημ.
τεσσᾰρακοντᾰ-ετής, -ές (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία σαράντα ετών, σε Ησίοδ.· Αττ. θηλ. τετταρακονταετίς, -ίδος, σε Πλάτ.
τεσσᾰρᾰκοντ-όργυιος, -ον, αυτός που έχει ύψος σαράντα οργυιές, σε Ηρόδ.
τεσσᾰρᾰκοντούτης, -ου, , = τεσσαρακονταετής, σε Λουκ.
τεσσᾰρᾰκοστός, , -όν, I. όπως και σήμερα, Λατ. quadragesimus, σε Θουκ. II. τεσσαρακοστὴ (μοῖρα), , τεσσαρακοστή, νόμισμα της Χίου, στον ίδ.
τέσσᾰρες, οἱ, αἱ, τέσσαρα, τά, γεν. τεσσάρων· δοτ. τέσσαρσι, ποιητ. τέτρᾰσι· μεταγεν. Αττ. τέττᾰρες, τέττᾰρα· στους Ιων. πεζογράφους, τέσσερες, τέσσερα, δοτ. τέσσερσι· Δωρ. τέτορες, τέτορα· Αιολ. και Επικ. πίσυρες, πίσυρα· Βοιωτ. πέτταρες· τέσσερις, Λατ. quatuor, σε Όμηρ. κ.λπ.
τεσσᾰρεσ-καί-δεκα, Ιων. τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά, δεκατέσσερις, Λατ. quatuordecim, το πρώτο συνθετικό παραμένει αμετάβλητο ακόμη και μετά από ουδ. ουσ., όπως τεσσερεσκαίδεκα ἔτη, σε Ηρόδ.
τεσσᾰρεσκαιδέκᾰτος, Ιων. τεσσερ-, , -ον, δέκατος τέταρτος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, -ου, , αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε Πλούτ.