Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [401 - 420]
τεμάχιον, τό, υποκορ. του τέμᾰχος, σε Πλάτ.
τέμᾰχος, -εος, τό (τέμνω), κομμάτι παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, κομμάτι κρέατος, σε Λουκ.
τεμενίζω, Αττ. μέλ. τεμενιῶ, κατασκευάζω ιερό άλσος (τέμενος), αφιερώνω, σε Πλάτ.
τεμεῖν, απαρ. αορ. βʹ του τέμνω.
τεμένιος, , -ον, αυτός που ανήκει σε ιερή περιοχή, σε τέμενος, σε Σοφ.
τεμενίτης[ῑ], -ου, , = τεμένιος· στις Συρακούσες, επώνυμο του Απόλλωνα, σε Θουκ.· θηλ. ἡ ἄκρα ἡ Τεμενῖτις, το ύψωμα το οποίο βρίσκονταν ο ναός ή το τέμενος του Απόλλωνα, στον ίδ.
τέμενος, -εος, τό (τέμνω III. 2)· I. κομμάτι γης αποκομμένο, σημειωμένο ως κτήμα που ανήκει σε βασιλείς και αρχηγούς, σε Όμηρ. II. κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποιο θεό, ιερά εδάφη, στον ίδ.· σ' αυτό ιδρυόταν ο ναός ή το ιερό, σε Ηρόδ.· μεταφ., η ιερή κοιλάδα του Νείλου καλείται τέμενος Νείλοιο, σε Πίνδ.· η Ακρόπολη είναι το ἱερὸν τέμενος της Παλλάδος, σε Αριστ.
τέμνω (√ΤΕΜ, πρβλ. τέμω), Ιων., Δωρ. και Επικ. τάμνω· μέλ. τεμῶ, Ιων. τεμέω· αόρ. βʹ ἔτεμον, Ιων. και Δωρ. ἔτᾰμον, Επικ. τάμον, Επικ. απαρ. ταμέειν· παρακ. τέτμηκα — Μεσ., μέλ. τεμοῦμαι, αόρ. βʹ ἐταμόμην, απαρ. ταμέσθαιΠαθ., μέλ. τμηθήσομαι, αόρ. ἐμήθην, παρακ. τέτμημαι· I. 1. κόβω, κομματιάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀδόντας οἵους τέμνειν, δόντια επιτήδεια στο κόψιμο, σε Ξεν. 2. κόβω, τραυματίζω, ακρωτηριάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς δέρην τέμνω, τραυματίζω στον λαιμό, σε Αισχύλ. 3. λέγεται για χειρουργό, κόβω, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., κάνω χρήση του χειρουργικού μαχαιριού, αντίθ. προς τον καυτηριασμό (κάειν), σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.Παθ., υποβάλλομαι σε εγχείριση, σε Πλάτ. II. 1. κατακόβω, κόβω σε τεμάχια, σε Όμηρ. κ.λπ.· σφάζω, θυσιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. ὅρκια τάμνειν, θυσιάζω ως επικύρωση όρκου, και ομοίως κάνω σεμνοπρεπείς όρκους, σε Όμηρ.· θάνατόν νύ τοι ὅρκοι ἔταμνον, για το δικό σου θάνατο έκανα τους όρκους, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., λέγεται για δύο μέρη, ὅρκια τάμνεσθαι, σε Ηρόδ.· πρβλ. Λατ. foedus ferive.3. φάρμακον τέμνειν, κόβω ή τεμαχίζω φυτό για την παρασκευή ιαματικού φαρμάκου ή για την τέλεση μαγείας, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἄκος τέμνειν, βρίσκω τρόπο ή μέσο θεραπείας, σε Ευρ. 4. διαιρώ, χωρίζω, λέγεται για ποταμό, μέσην τέμνω Λιβύην, την κόβω στα δύο, σε Ηρόδ.· δίχα τέμνω, κόβω στα δύο, διαχωρίζω, σε Πλάτ. III. αποκόπτω, αποχωρίζω, κεφαλὴν ἀπὸ δειρῆς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., ἐρινεὸν τάμνε νέους ὄρπηκας, απέκοψε τα νέα κλαδιά απ' τη συκιά, στο ίδ.· και στην Παθ., τρίχας ἐτμήθην, τις είχαν κομμένες, σε Ευρ. 2. αποχωρίζω, τέμενος, σε Ομήρ. Ιλ. IV. 1. καταρρίπτω κόβοντας, λέγεται για δέντρα, στο ίδ. κ.λπ.Μέσ., δοῦρα τάμνεσθαι, έκοβε ξυλεία για τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. λίθον τέμνειν, σπάζω πέτρα (από λατομείο), σε Πλάτ.Μέσ., λίθους τάμνεσθαι, τις έχω σμιλευμένες ή πελεκημένες, σε Ηρόδ. 3. κατακόβω με σκοπό να καταστρέψω, σε Ευρ. κ.λπ.· τέμνω τὴν γῆν, ερημώνω τη χώρα κόβοντας τα δέντρα και καταστρέφοντας τα σπαρτά, σε Ηρόδ., Θουκ.· με γεν. διαιρ., τῆς γῆς τέμνω, ερημώνω μέρος αυτής, σε Θουκ.V. κόβω ή πελεκάω κάτι ώστε να λάβει ορισμένο σχήμα, δούρατα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. VI.1. κόβω κατά μήκος, διασχίζω, σε Σόλωνα. 2. τέμνω ὁδόν, κόβω ή ανοίγω, κατασκευάζω δρόμο, σε Θουκ.Παθ., τέμνηνται κέλευθοι, σε Πίνδ. 3. διανύω, διέρχομαι, τέμνων ὁδόν, σε Ευρ.· τὴν μεσόγαιαν τέμνω τῆς ὁδοῦ, παίρνω τη μέση οδό, πλήττω από το εσωτερικό, σε Ηρόδ.· μέσον τέμνειν, να ακολουθείς τη μέση οδό, σε Πλάτ. 4. λέγεται για πλοία, διασχίζω τα κύματα, διαπερνώ τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, λέγεται για τα πτηνά, διασχίζω τον αέρα, σε Αριστοφ. VII.φέρνω σε πέρας, Λατ. decidere, σε Πίνδ., Ευρ.
Τέμπεα, συνηρ. Τέμπη, τά, η κοιλάδα μεταξύ του Ολύμπου και της Όσσας, μέσα από την οποία ρέει ο Πηνειός ποταμός και εκβάλλει στη θάλασσα, σε Ηρόδ.
τέμω, αρχαίος τύπος του τέμνω, σε Ομήρ. Ιλ.
τενᾰγίζω, μέλ. τεναγίσω, (τέναγος), είμαι καλυμμένος με ρηχά νερά, μένω στάσιμος σε λιμνούλες, σε Πλούτ.
τενᾰγῖτις, -ιδος, θηλ. επίθ., αβαθής, ρηχή, σε Ανθ.
τένᾰγος, -εος, τό (τείνω), αβαθή νερά, ρηχά μέρη σε θάλασσες ή ποταμούς, λιμνοθάλασσα, Λατ. vadum, σε Ηρόδ., Θουκ.
τενᾰγ-ώδης, -ες (εἶδος), καλυμμένος με αβαθή νερά, ρηχός, σε Πολύβ.
τένδω, δαγκώνω, ροκανίζω, σε Ησίοδ.
τενθεία, , λιχουδιά, λαιμαργία, σε Αριστοφ.
τένθης, -ου, (τένθω), αυτός που τρέφεται με εκλεκτές τροφές, λιχούδης, λαίμαργος, σε Αριστοφ.
τένων, -οντος, (τείνω), εξαιρετικά τεντωμένο νεύρο, τένοντας, σε Όμηρ.· τένοντος ποδός, τεντωμένο πόδι, σε Ευρ.· απόλ., πόδι, σε Αισχύλ., Ευρ.
τέο, I. Ιων. και Δωρ. γεν. της ερωτημ. αντων. τίς, σε Ομήρ. Ιλ. II.τέο, Ιων. και Δωρ. γεν. της εγκλιτ. αντων. τις, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
τέο, Δωρ. γεν. του σύ (τύ), Επικ. τεοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.