Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [341 - 360]
τεκνο-ποιός, -όν (ποιέω), λέγεται για τη σύζυγο, που γεννά παιδιά, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον σύζυγο, που παράγει παιδιά, σε Ευρ.
τεκνο-σπορία, , σπορά παιδιών, σε Ανθ.
τεκνοῦς, -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τεκνόεις, -εσσα, -εν, που έχει γεννήσει παιδιά, σε Σοφ.
τεκνο-φάγος, -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει παιδιά· τεκνοφᾰγία, , καταβρόχθισμα παιδιών, σε Λουκ.
τεκνο-φονέω, φονεύω παιδιά, σε Ανθ.
τεκνο-φόνος, -ον (*φένω), παιδοκτόνος, φονιάς παιδιών.
τεκνόω, μέλ. τεκνώσω, I. παρέχω παιδιά, εφοδιάζω κάποιον με παιδιά, σε Ευρ.Παθ., γίνομαι πατέρας παιδιών, δηλ. αποκτώ παιδιά, στον ίδ. II. λέγεται για τον άντρα, σπέρνω παιδιά, στον ίδ.Μέσ., λέγεται για τη γυναίκα, γεννώ παιδιά· μεταφ., ὄλβος τεκνοῦται, έχει απογόνους, σε Αισχύλ.· χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματα, σε Ευρ.Παθ., γεννιέμαι, σε Τραγ.· γάμον τεκνοῦντα καὶ τεκνούμενον, δηλ. γάμος στον οποίο ο άντρας και γιος είναι το ίδιο πρόσωπο, σε Σοφ.
τέκνωσις, -εως, , γέννηση, απόκτηση παιδιών, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, έχω παιδιά, αποκτώ τέκνα, σε Θουκ.
τέκον, Επικ. αντί ἔτεκον, αόρ. βʹ του τίκτω· τέκοιεν, γʹ πληθ. ευκτ.
τέκος, -εος, τό, Επικ. δοτ. πληθ. τέκεσσι, τεκέεσσι, (τίκτω), 1. ποιητ. αντί τέκνον, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. λέγεται για ζώα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στον πληθ., νεογνά, στο ίδ.
τεκταίνομαι, μέλ. τεκτᾰνοῦμαι, αόρ. ἐτεκτηνάμην, Επικ. γʹ ενικ. τεκτήνατο· I. 1. αποθ., λέγεται για ξυλουργό, κατασκευάζω, πλαισιώνω, φτιάχνω, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., εκτελώ ξυλουργική εργασία, αντίθ. προς τη σιδηρουργική, σε Αριστοφ., Ξεν. 2. λέγεται για άλλους τεχνίτες, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. 3. μεταφ., επινοώ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω, ιδίως λέγεται για πανουργίες, Λατ. machinari, ἐτεκτήναντ' ἀπόφθεγκτόν μ', με εμπόδισαν να τους μιλήσω, σε Ευρ.· πᾶν ἐπ' ἐμοὶ τεκταινέσθω (ενν. ο Κλέωνας), σε Αριστοφ. II. έπειτα βρίσκουμε το Ενεργ. τεκταίνω με την ίδια έννοια, σε Ανθ., Λουκ.· επίσης η μτχ. τεκταινόμενος, με Παθ. σημασία, σε Αριστοφ., Δημ.
τεκτονεῖον, τό, εργαστήριο ξυλουργού, σε Αισχίν.
τεκτονία, (τέκτων), η ξυλουργική τέχνη, σε Ανθ.
τεκτονικός, , -όν (τέκτων), ασκημένος ή έμπειρος στην οικοδόμηση, σε Πλάτ.· ως ουσ., καλός ξυλουργός ή οικοδόμος, αντίθ. προς τον σιδηρουργό, σε Ξεν.· ἡ τεκτονική (ενν. τέχνη), η δουλειά του ξυλουργού, η ξυλουργική, σε Πλάτ. κ.λπ.
τεκτοσύνη, , η τέχνη του ξυλουργού, ξυλουργική τέχνη, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, σε Ομήρ. Οδ.· ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας, χέρι μη τιμημένο, μη ικανό στην τέχνη του, σε Ευρ.
τέκτων, -ονος, (τίκτω1. κάθε ένας που κατεργάζεται ξύλα, ιδίως ξυλουργός, λεπτουργός, σε Όμηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς τον σιδηρουργό (χαλκεύς), σε Πλάτ., Ξεν.· προς τον κτίστη (λιθολόγος), σε Θουκ. κ.λπ. 2. γενικά, κάθε τεχνίτης ή χειρωνάκτης εργάτης, τέκτων κεραοξόος, αυτός που κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από κέρατο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για εργάτη μετάλλων, σε Ευρ.· γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Σοφ., Ευρ. 3. δόκιμος τεχνίτης σε οποιαδήποτε τέχνη, σε Πίνδ.· τέκτων νωδυνίας, δηλ. ιατρός, στον ίδ. 4. μεταφ., δημιουργός, πρωτουργός, νεικέων, σε Αισχύλ.· κακῶν, σε Ευρ.
τεκών, μτχ. αορ. βʹ του τίκτω.
τελᾰμών, -ῶνος, , πλατύς ιμάντας για τη μεταφορά οποιουδήποτε πράγματος (από τη √ΤΛΑ, *τλάω, απ' όπου πήρε το όνομά του και ο ήρωας Τελαμώνας, πρβλ. Ἄτλας1. δερμάτινος ιμάντας ή λουρί, για τη μεταφορά της ασπίδας ή του σπαθιού, σε Όμηρ. 2. πλατύς λινός επίδεσμος χρήσιμος ως επίδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για το τύλιγμα με επιδέσμους των νεκρών σωμάτων των Αιγυπτίων (για τις μούμιες), σε Ηρόδ.
τελέθω, γʹ ενικ. Ιων. παρατ. τελέθεσκε, έρχομαι στο «είναι», γίνομαι, υπάρχω, νὺξ τελέθει, σε Ομήρ. Ιλ.· ακολούθως, απλώς είμαι κατά κάποιον τρόπο, ἀριπρεπέες τελέθουσι, μινυνθάδιοι τελέθουσι, σε Όμηρ., Τραγ.
τέλειος και τέλεος, (Ιων. ), -ον, στους Αττ. επίσης -ος, -ον (τέλοςI. 1. αυτός που έχει φτάσει το τέλος του, τέλειος, πλήρης, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για θύματα, τέλειος, χωρίς σημάδι ή κηλίδα, στο ίδ.· τὰ τέλεα τῶν προβάτων, σε Ηρόδ.· λέγεται για θυσίες, ἱερὰ τέλεια, πλήρη, τέλεια ή συμπληρωμένα στον αριθμό, ή τελούμενα με κάθε προσήκουσα ιεροτελεστία, σε Θουκ.· ομοίως, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν, σημαίνει πιθ. το πιο ασφαλές μαντικό πτηνό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για ζώα, αυτός που έχει πλήρη ηλικία, ακμαίος, σε Ξεν. κ.λπ. 3. λέγεται για πρόσωπα, πλήρης, καλά καταρτισμένος, τέλειος στο είδος του, χωρίς καμία έλλειψη στην ιδιότητά του, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, φάρμακον τελειώτατον, στον ίδ.· τελεία ἀρετή, φιλία κ.λπ., σε Αριστ. 4. λέγεται για προσευχές, ευχές κ.λπ., τετελεσμένος, εκπληρωμένος, σε Πίνδ., Αισχύλ.· ὄψις οὐ τελέη, όραμα που δεν σημαίνει τίποτα, σε Ηρόδ.· τελεία ψῆφος, ορισμένη απόφαση, σε Σοφ. 5. στην Αριθμητική, τέλειοι είναι οι αριθμοί οι οποίοι ισούνται με το άθροισμα των διαιρετών τους, όπως 6 = 3 + 2 + 1, σε Πλάτ. II. λέγεται για τους θεούς, αυτοί που εκπληρώνουν τις προσευχές, Ζεὺςτέλειος, Δίας ο εκπληρωτής, σε Πίνδ., Αισχύλ.· λέγεται για την Ήρα, ζυγία, Λατ. Juno pronuba, η προστάτιδα θεά του γάμου, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, τέλειος ἀνήρ, Λατ. paterfamilias, κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης, πατέρας της οικογένειας, σε Αισχύλ. III. τελευταίος, έσχατος, σε Σοφ. IV. τέλειον (όχι τέλεον), τό, βασιλικό συμπόσιο, ως μετάφραση του Περσικού tycta, σε Ηρόδ. V. 1. επίρρ. τελέως, τελικά, εν τέλει, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ. 2. τελείως, απολύτως, εντελώς, σε Ηρόδ. 3. το ουδ. τέλεον χρησιμοποιείται επίσης ως επίρρ., σε Λουκ. VI. Συγκρ. και υπερθ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τα τελεώτερος ή τελειότερος, τελειότατος, χάριν μέτρου· στους Αττ. επικρατεί ο τύπος τελεώτερος, τελεώτατος.