Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [181 - 200]
ταρφειός, , -όν, βλ. ταρφύς.
τάρφθη, -θεν, Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. Παθ. αορ. αʹ του τέρπω.
τάρφος, -εος, , πύκνωμα, πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ. (Από το τρέφω = κάνω κάτι πυκνό, πυκνώνω).
ταρφύς, -εῖα-ύς), (τρέφω), πυκνός, συμπυκνωμένος, σε Αισχύλ.· πληθ. αρσ. και ουδ., όπως το Λατ. frequentes, ταρφέες ἰοί, πολλά βέλη που εκτοξεύονται μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.· ταρφέα δράγματα, στο ίδ.· πληθ. ουδ. ταρφέα, ως επίρρ., συχνά, σε Όμηρ.· το ταρφειαί στην Ιλ. πρέπει να ανήκει στην ονομ. ταρφειός, αλλιώς γράφουμε ταρφεῖαι από το ταρφύς.
τἀρχαῖον, κράση αντί τὸ ἀρχαῖον.
ταρχύω, μέλ. ταρχύσωΠαθ., Επικ. αορ. ταρχύθην [ῡ], σε Ανθ.· θάβω σεμνοπρεπώς, κηδεύω με κατάνυξη, σε Ομήρ. Ιλ.
τάσις[ᾰ], -εως, (τείνω), τέντωμα, ένταση, δύναμη, σε Πλούτ.· ὀφρύων τάσις, ύψωμα των φρυδιών, σε Ανθ.
τάσσω (√ΤΑΓ), Αττ. τάττω, μέλ. τάξω, αόρ. ἔταξα, παρακ. τέτᾰχαΠαθ., μέλ. ταχθήσομαι και τετάξομαι· αόρ. ἐτάχθην, σπάνιος αόρ. βʹ ἐτάγην [ᾰ]· παρακ. τέταγμαι, γʹ πληθ. τετάχαται· γʹ πληθ. υπερσ. τετάχατο· I. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.Παθ., παρατάσσομαι, σε Ηρόδ.· ἐπὶ τεττάρων ταχθῆναι, σε τέσσερις σειρές, σε Ξεν.· κατὰ μίαν τεταγμένοι, σε μια γραμμή, σε Θουκ.· απόλ. τεταγμένοι, παρατεταγμένοι, συντεταγμένοι, αντίθ. προς το ἄτακτοι, στον ίδ. κ.λπ.Μέσ., συντάσσομαι, παρατάσσομαι σε μάχη, στον ίδ.· 2. τοποθετώ, βάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.Παθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐς τὸ πεζὸν ή ἐς πεζὸν τετάχθαι ή ταχθῆναι, υπηρετώ στο πεζικό, στον ίδ.· με σύστ. αιτ., τάξιντινὰ ταχθῆναι, σε Πλάτ. II. 1. διορίζω σε οποιαδήποτε υπηρεσία, στρατιωτική ή πολιτική, τάσσω τινὰ ἐπὶ τινος, διορίζω κάποιον σε κάτι, σε κάποια υπηρεσία ή σε κάποια έργο, σε Δημ. κ.λπ.· ἐπί τινι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐπί τι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· πρός τι, σε Ξεν.Παθ., τετάχθαι ἐπί τινι, είμαι διορισμένος σε κάποια υπηρεσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐπί τι, σε Αριστοφ. 2. με αιτ. και απαρ., διορίζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ξεν.· και Παθ., διορίζομαι να κάνω κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης (χωρίς απαρ.), οἱ τεταγμένοι βραβῆς, σε Σοφ.· πρέσβεις ταχθέντες, σε Δημ. 3. με αιτ. και απαρ. επίσης, διατάζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, τάσσω τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ. κ.λπ.Παθ., ἐτάχθην ή τέταγμαι ποιεῖν τι, στον ίδ.· επίσης απρόσ., ἰώμεν, ἵν' ἡμῖν τέτακται (ενν. ἰέναι), σε Σοφ.· οἷς ἐτέτακτο βοηθεῖν, σε Θουκ. 4. κατατάσσω, τάσσω εἰς τάξιν τινά, σε Ξεν.· τάσσω ἑαυτόν τινων, ενεργώ ως ένας από το σύνολο, σε Δημ.Παθ., πρὸς τὴν ξυμμαχίαν ταχθῆναι, προσχωρώ στη συμμαχία, σε Θουκ. III. 1. με αιτ. πράγμ., τοποθετώ κάτι σε συγκεκριμένη τάξη, χωρίς τι, σε Ηρόδ.· πρῶτον τάσσω τι, σε Ξεν. 2. διορίζω, προσδιορίζω, διατάσσω, σε Σοφ., Πλάτ.Παθ., τὸ ταχθέν, σε Σοφ.· τὰ τεταγμένα, σε Ξεν. 3. λέγεται για φόρους ή πληρωμές χρημάτων, ορίζω κάποιο συγκεκριμένο ποσό πληρωμής, τάσσω τινὶ φόρον, σε Αισχίν. κ.λπ.· με απαρ., χρήματα τάξαντες φέρειν, σε Θουκ.· τάσσειν ἀργυρίου, ορίζω την τιμή, στον ίδ.Παθ., τὸ ταχθὲν τίμημα, σε Πλάτ.Μέσ., αναλαμβάνω την πληρωμή, δηλ. συμφωνώ να πληρώσω, φόρον τάξασθαι, σε Ηρόδ.· χρήματα ἀποδοῦναι ταξάμενοι, σε Θουκ. 4. Μέσ. επίσης γενικά, μένω σύμφωνος, ορίζω, σε Πλάτ. 5. επιβάλλω ποινές, τάσσω δίκην, σε Αριστοφ.· τάσσω τιμωρίαν, σε Δημ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ηρόδ. 6. στη μτχ. Παθ. παρακ., ορισμένος, διατεταγμένος, ὁτεταγμένος χρόνος, στον ίδ. κ.λπ.· ἡ τεταγμένη ἡμέρα, ἔτος, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ τεταγμένη χώρα, στον ίδ.
τάτα, = τέττα, σε Ανθ.
τᾱτάω, Δωρ. αντί τητάω.
τᾄτιον, κράση αντί τὸ αἴτιον.
τάττω, Αττ. αντί τάσσω.
ταῦ, τό, το γράμμα τ, σε Πλάτ.
Τᾱΰγετον, Ιων. Τηΰγετον, τό, το όρος Ταΰγετος, μεταξύ Λακωνίας και Μεσσηνίας, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
ταύρειος, , -ον και ταύρειος, -ον (ταῦροςI. αυτός που ανήκει στον ταύρο, αναφέρεται στα βόδια ή τις αγελάδες, Λατ. taurinus, σε Τραγ. II. φτιαγμένος από δέρμα ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.
ταυρ-ελάτης[ᾰ], -ου, (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί ταύρους· Θεσσαλός ιππέας που λάμβανε ενεργό μέρος στα ταυροκαθάψια, ταυρομάχος, σε Ανθ.
ταύρεος, , -ον, = ταύρειος· επίθ. του Ποσειδώνα στη Βοιωτία, από την προσφορά βοδιών σε αυτόν, σε Ησίοδ.
ταυρηδόν, επίρρ., όπως ο ταύρος, βάναυσα, θηριωδώς, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ταυρο-βόλος, -ον (βάλλω), φονιάς ταύρων, τελετὴ ταυροβόλος, θυσία ταύρου, σε Ανθ.
ταυρο-βόρος, -ον (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει ταύρους, σε Ανθ.