Αποτελέσματα για: "Τ"
Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [141 - 160]
-
τἀπό, κράση αντί τὰ ἀπό· τἀποβαῖνον αντί τὸ ἀποβαῖνον.
-
τἀπόρρητα, κράση αντί τὰ ἀπόρρητα.
-
ταπρῶτα αντί τὰ πρῶτα, κατά πρώτον, σε Ομήρ. Ιλ.
-
τἆρα, κράση αντί τοι ἄρα.
-
τάραγμα[ᾰ], -ατος, τό (ταράσσω), ανησυχία, σε Ευρ.
-
τᾰραγμός, ὁ, ταραχή, σύγχυση, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
τᾰρακτικός, -ή, -όν (ταράσσω), αυτός που διαταράζει, προκαλεί αναταραχή, αναστάτωση, με γεν., τῆς ψυχῆς, σε Πλούτ.
-
τάρακτρον, τό (ταράσσω), εργαλείο για ανακάτεμα, σε Αριστ.
-
τᾰράκτωρ, ὁ, ποιητ. αντί ταράκτης, σε Αισχύλ.
-
Ταραντῖνον, τό, λεπτό ένδυμα των Ταραντίνων γυναικών, σε Δημ.· Ταραντῑνίδιον, τό, σε Λουκ.
-
τᾰραξῐ-κάρδιος, -ον (καρδία), αυτός που ταράζει την καρδιά, σε Αριστοφ.
-
τᾰραξ-ιππό-στρᾰτος, -ον, αυτός που ενοχλεί την ιππική παράταξη, λέγεται για τον Κλέωνα, ως αντίπαλος των Ἱππέων, σε Αριστοφ.
-
Τάρας[ᾰρ], -αντος, ὁ, Tarentum, πόλη της Μεγάλης Ελλάδος στην Ιταλία, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίθ. Τᾰραντῑνος, -η, -ον, σε Στράβ.· Τᾰραντῖνος, ὁ, ο πολίτης του Τάραντα, σε Ηρόδ.
-
τᾰράσσω, Αττ. ταράττω, στους Αττ. επίσης συγκοπτ. θράσσω (√ΤΑΡΑΧ)· μέλ. ταράξω, αόρ. ἐτάραξα, παρακ. τετάρᾰχα, Επικ. τέτρηχα (βλ. κάτ. III) — Παθ., μέλ. ταραχθήσομαι, Μέσ., ταράξομαι, με Παθ. σημασία· αόρ. ἐταράχθην, παρακ. τετάραγμαι· I. 1. αναταράσσω, ανακατεύω, ενοχλώ, με φυσική σημασία, ἐτάραξε πόντον, σε Ομήρ. Οδ.· ὁμοῦ ταράσσω τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν, σε Αριστοφ.· βροντήμασι κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω, σε Αισχύλ.· πάντα ταράσσω, λέγεται για ρήτορα, ανακατώνω, μπερδεύω, σε Δημ.· δεινὰ ταράσσω, κάνω τα δεινά δεινότερα, σε Σοφ. 2. ταράσσω το νου, αναταράσσω, ενοχλώ, ανησυχώ, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., προξενώ σύγχυση, σε Πλάτ. 3. λέγεται για το στρατό, εμβάλλω σε διαταραχή, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., είμαι σε ταραχή, σε Ηρόδ., Θουκ. 4. λέγεται για πολιτικές υποθέσεις, συνταράσσω, συγχύζω, σε Αριστοφ. — Παθ., είμαι σε κατάσταση ταραχής ή αναρχίας, σε Θουκ., Δημ. 5. ταράττεσθαι ἐπὶ τῶν ἵππων, κουνιέμαι καθήμενος στη σέλα αλόγου, σε Ξεν. II. αναταράσσω λάσπη, ανυψώνω με το ανακάτεμα, σε Αριστοφ.· μεταφ., ταράσσω νεῖκος, πόλεμον, σε Σοφ., Πλάτ. — Παθ., πόλεμος ἐταράχθη, σε Δημ. III. αμτβ., παρακ. τέτρηχα, βρίσκομαι σε κατάσταση αναστάτωσης, σύγχυσης, τετρήχει δ'ἀγορή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀγορὴ τετρηχυῖα, στο ίδ.
-
τᾰρᾰχή, ἡ, 1. σύγχυση, διαταραχή, ανησυχία, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για στρατό ή στόλο, σε Θουκ. κ.λπ.· ἐν τῇ ταραχῄ, σε σύγχυση, σε Ηρόδ. 3. πολιτική σύγχυση, αναβρασμός, και στον πληθ., αναταραχές, ανησυχίες, στον ίδ., Αττ.· ταραχὴ γίγνεται τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαμονίους, σε Θουκ.
-
τάρᾰχος[ᾰ], ὁ, = ταραχή, σε Ξεν.
-
τᾰρᾰχ-ώδης, -ες (εἶδος)· I. βίαιος, θυελλώδης, πολυτάραχος, σε Ηρόδ.· ἴχνη ταραχώδη, αβέβαια, συγκεχυμένα, σε Ξεν. II. 1. διαταραγμένος, βρισκόμενος σε σύγχυση, σε Αριστ. 2. λέγεται για τον στρατό, σε Θουκ., Ξεν. III. επίρρ., ταραχωδῶς ζῆν, ζεις σε κατάσταση ταραχής και σύγχυσης, σε Ισοκρ.· ταραχωδῶς ἔχειν πρός τινα = διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, σε Δημ.· υπερθ. ταραχωδέστατα, σε Ισοκρ.
-
ταρβᾰλέος, -α, -ον, αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, πανικόβλητος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.
-
ταρβέω, μέλ. ταρβήσω (τάρβος)· I. αμτβ., κατέχομαι από φόβο, είμαι τρομαγμένος, τρομοκρατημένος, σε Όμηρ.· ταρβέω φόβῳ, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., δείχνω φόβο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· τὸ ταρβεῖν, κατάσταση τρόμου, σε Ευρ.· μή με ταρβήσας προδῷς, από φόβο, σε Σοφ.· τεταρβηκώς, πανικοβλημένος, σε Ευρ. II. 1. με αιτ., φοβάμαι, τρέμω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. στέκομαι με δέος, σέβομαι, σε Αισχύλ.
-
τάρβος, -εος, τό, I. 1. φόβος, τρόμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ. 2. δέος, σεβασμός, τινός, για κάποιον, σε Αισχύλ. II. αντικείμενο φόβου ή τρόμου, αιτία επαγρύπνησης ή συναγερμού, σε Σοφ., Ευρ.