Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [1361 - 1380]
τρῠγάω, μέλ. τρυγήσω (τρύγηI. 1. με αιτ. του πράγμ. που συλλέγεται (καρπού ή σοδειάς), συλλέγω τον καρπό, τρυγώ, Λατ. vindemiare, ἑτέρας σταφυλὰς τρυγόωσιν, σε Ομήρ. Οδ.· καρπόν, σε Ηρόδ.· μεταφ., τρυγήσομεν αὐτήν (ενν. Εἰρήνην), σε Αριστοφ.Παθ., τετρυγημένοι καθ' ὥραν, μαζεμένοι την κατάλληλη εποχή, σε Λουκ. 2. απόλ., σε Αριστοφ. II. 1. με αιτ. του πράγμ. από το οποίο λαμβάνεται ο καρπός, μαζεύω τους καρπούς από το δέντρο ή τον αγρό, ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν (Επικ. ευκτ. αντί τρυγῷεν), όταν μάζεψαν τους καρπούς από το αμπέλι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. παροιμ., ἐρήμας τρυγᾶν (ενν. ἀμπέλους), τρυγώ αφύλαχτα αμπέλια, δηλ. είμαι τολμηρός εκεί που δεν έχω τίποτα να φοβηθώ, σε Αριστοφ.
τρύγη[ῠ], , 1. ώριμος καρπός, συγκομιδή δημητριακών, σιτάρι, οὐδὲ τρύγην οἴσεις, σε Ομηρ. Ύμν. 2. συγκομιδή σταφυλιών, σε Ανθ.
τρῠγητήρ, -ῆρος, , αυτός που μαζεύει σταφύλια, Λατ. vindemiator, σε Ησίοδ. [με ῡ].
τρύγητος, (τρῠγάω1. τρύγος, θέρος, σε Πλούτ., Λουκ. 2. εποχή συγκομιδής, σε Θουκ.
τρῠγη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει καρπούς, ιδίως σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.
τρῠγικός, , -όν, αυτός που προέρχεται από τρύγο, = κωμῳδικός, σε Αριστοφ.
τρῠγο-δαίμων, -ονος, , κωμική λέξη, αντί τρυγῳδός, λογοπαίγνιο επί του κακοδαίμονος, κακομοίρης ποιητής, σε Αριστοφ.
τρύγ-οιπος[ῠ], (τρύξ, ἶπος), ύφασμα στο οποίο στράγγιζαν τα καταπάτια του κρασιού, σε Αριστοφ.
τρῡγόνιον, τό, υποκορ. του τρυγών I, σε Ανθ.
τρῠγόῳεν, Επικ. αντί τρυγῶεν, γʹ πληθ. ευκτ. του τρυγάω.
τρῠγῳδία, , = κωμῳδία, σε Αριστοφ.
τρῠγῳδικός, , -όν, = κωμῳδικός, σε Αριστοφ.
τρῠγ-ῳδός, (τρύξ, ᾠδή), αυτός που τραγουδάει τον τρύγο, = κωμῳδός, γιατί οι τραγουδιστές άλειφαν τα πρόσωπά τους με τρύγο (peruncti faecibus ora, του Ορατ.), σε Αριστοφ.
τρῡγών, -όνος, , τρυγόνι, σε Αριστοφ.
τρύζω (√ΤΡΥΓ), Επικ. παρατ. τρύζεσκον· αόρ. ἔτρυξα· εν χρήσει κυρίως στον ενεστ. και τον παρατ.· κάνω ένα χαμηλό ήχο μουρμουρητού, ψιθυρίζω, λέγεται για τον τόνο της ὀλολυγόνος, σε Θεόκρ.· μεταφ. λέγεται για τους ανθρώπους, πολυλογώ, μουρμουρίζω, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).
τρῡμᾰλιά, (τρύω) = τρύμη, τρύπα, οπή, ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος, οπή βελόνας, σε Κ.Δ.
τρύμη[ῡ], (τρύω), οπή· μεταφ., οξύς, πανούργος ἄνθρωπος, σε Αριστοφ.
τρύξ, , γεν. τρῠγός (συγγενές προς το τρύγη), I. καινούριο κρασί που δεν έχει ακόμα ζυμωθεί, κρασί αδιήθητο, μούστος, Λατ. mustum, σε Ηρόδ., Αριστοφ. II. υποστάθμη οίνου, Λατ. faex, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για ηλικιωμένο άντρα ή γυναίκα, σε Αριστοφ.
τρύπᾰνον[ῡ], τό, εργαλείο ξυλουργού, τρυπάνι, γεωτρύπανο, Λατ. terebra, το οποίο κινούνταν με ιμάντα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
τρῡπάω, μέλ. τρυπήσω, Παθ., παρακ. τετρύπημαι (τρύω1. τρυπώ, διατρυπώ, σε Ομήρ. Οδ.Παθ., τὰ ὦτα τετρυπημένος, με τα αυτιά του τρυπημένα για σκουλαρήκια, σε Ξεν.· ψῆφος τετρυπημένη, η ψήφος της καταδίκης που είχε μια τρύπα στη μέση, σε Αισχίν. 2. τρυπάω τῷ ποδὶ τὴν βελόνην, περνάω τη βελόνα μέσα από το πόδι, σε Ανθ.