Αποτελέσματα για: "Τ"
Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [1181 - 1200]
-
τρί-οδος, ἡ, 1. μέρος όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, Λατ. trivium, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ. 2. η Εκάτη, Λατ. Trivia, ἁ θεὸς ἐν τριόδοισι, σε Θεόκρ.· οἷος ἐκ τριόδου, δηλ. χυδαίος, σε Λουκ.
-
τριόδους, -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρία δόντια, τρεις περόνες· ως ουσ., η τρίαινα, σε Πίνδ.
-
Τριόπιον, τό, ακρωτήριο της Καρίας, στο οποίο υπήρχε Δωρικό ιερό αφιερωμένο στη λατρεία του Απόλλωνα, τὸ Τριοπικὸν ἱρόν, ὁ Τριόπιος Ἀπολλών, σε Ηρόδ.
-
τρι-όρχης, -ου, ὁ (ὄρχις), αυτός που έχει τρεις όρχεις, είδος γερακιού, πιθ. ο γύπας, σε Αριστοφ.
-
τριοτό, ήχος κατά μίμηση φωνής πτηνού, σε Αριστοφ.
-
τρί-παις, -παιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρία παιδιά, σε Πλούτ.
-
τρί-πᾰλαι, επίρρ., από πολύ πολύ παλιά, σε Αριστοφ.
-
τρῐ-πάλαιστος ή -αστος, -ον, αυτός που έχει πλάτος, μήκος κ.λπ. τριών παλαμών, σε Ηρόδ.
-
τρί-παλτος, -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται τρεις φορές· μεταφ., τριπλός, πολλαπλός, σε Αισχύλ.
-
τρῐ-πάνουργος[ᾰ], -ον, τρεις φορές πανούργος, «τετραπέρατος», εξαιρετικά πολυμήχανος, σε Ανθ.
-
τρῐ-πάχυιος[ᾰ], -ον (παχύς) ή τρι-πάχυντος, -ον (παχύνω), τρεις φορές πιο παχύς, τριπλά πολυφαγάς, σε Αισχύλ.
-
τρῐ-πέτηλος, -ον (πέτηλον), αυτός που έχει τρία πέταλα ή φύλλα, σε Ομηρ. Ύμν.
-
τρί-πηχυς, -υ, γεν. -εος, αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.
-
τρῐ-πῐθήκῐνος, -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.
-
τρίπλαξ, -ᾰκος, ὁ, ἡ, τρίπτυχος, τριπλός, Λατ. triplex, σε Ομήρ. Ιλ.
-
τρῐπλᾰσιάζω, μέλ. τριπλασιάσω, πολλαπλασιάζω επί τρία, κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.
-
τρῐπλάσιος[ᾰ], -α, -ον, I. τρεις φορές άλλος τόσος, τρεις φορές τόσο μεγάλος όσο..., με γεν., σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., τριπλασίαν δύναμιν εἶχε (ενν. τῆς προτέρας), σε Ξεν. II. τριπλάσιον, ως επίρρ., τριπλάσιον, τρεις φορές τόσο πολύ, σε Αριστοφ.
-
τρί-πλεθρος, -ον (πλέθρον), αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων, σε Ξεν.
-
τρί-πλευρος, -ον (πλευρά), αυτός που έχει τρεις πλευρές.
-
τρῐπλῇ, δοτ. θηλ. του τριπλόος.