Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [1121 - 1140]
τρῐ-γέρων, -οντος, , , τριπλάσια ηλικιωμένος ή παλιός, τριγέρων μῦθος τάδε φωνεῖ, παμπάλαιος μύθος, σε Αισχύλ.
τρῐ-γίγᾱς[γῐ], , τριπλάσιος (δηλ. πελώριος) γίγαντας, σε Ορφ.
τρίγλη, , μπαρμπούνι· επίσης, τρίγλᾰ, σε Ανθ.
τρί-γληνος, -ον (γλήνη), αυτός που έχει τρεις οφθαλμούς· έπειτα, λέγεται για τα σκουλαρήκια, αυτά που έχουν τρεις λαμπρούς λίθους, σε Όμηρ.
τριγλο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά μπαρμπούνια, τριγλοφόρος χιτών, δίχτυ για το πιάσιμο, την αλίευση των μπαρμπουνιών, σε Ανθ.
τρί-γλῠφος, -ον (γλύφω), αυτός που έχει τρεις σχισμές· ως ουσ., τρίγλυφος, , στην αρχιτεκτονική του Δωρικού ρυθμού, μάρμαρο με τρεις παράλληλες σχισμές, τοποθετημένο κατά ίσα διαστήματα κατά μήκος του αετώματος, σε Ευρ.· επίσης, τρίγλυφον, τό, σε Αριστ.
τρι-γλώχῑς, -ῖνος, , , αυτός που έχει τρεις ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
τριγμός ή τρισμός, (τρίζω), οξεία κραυγή, τσίριγμα, σε Πλούτ.
τρῐγονία, , η τρίτη γενιά, σε Δημ.
τρί-γονος, -ον (γίγνομαι), τριπλά γεννημένος· στον πληθ. απλώς = τρεῖς, τρία, σε Ευρ.
τρῐγωνο-ειδής, -ές (εἶδος), αυτός που έχει σχήμα τριγώνου, σε Πολύβ.
τρί-γωνος, -ον (γωνία)· I. αυτός που έχει τρεις γωνίες, σε Αισχύλ. II. ως ουσ., τρίγωνον, τό, το γεωμετρικό σχήμα τρίγωνο, σε Πλάτ.· όνομα μουσικού οργάνου, στον ίδ.
τρί-δουλος, -ον, δούλος από τρεις γενιές, γεννημένος από μητέρα δούλη, της οποίας η μητέρα και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.
τρί-δραχμος, -ον, αυτός που έχει αξία ή βάρος τριων δραχμών, σε Αριστοφ.
τρι-έλικτος, -ον, αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, που έχει στριφογυριστεί τρεις φορές, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., σε Ανθ.
τρι-έμβολος, -ον (ἐμβολή), όμοιος με τριπλό έμβολο πλοίου, σε Αριστοφ.
τρι-ετηρίς (ενν. ἑορτή), -ίδος, , 1. εορτή που τελείται κάθε τρία χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ. 2. (ενν. περίοδος), κύκλος ή περίοδος τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ.
τρι-έτης, -ου ή τρι-ετής, -ές, (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. τριέτες ως επίρρ., για τρία χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.
τρι-ζῠγής, -ές, τρί-ζῠγος, -ον και τρί-ζυξ, , , τρεις ενωμένες, τρεις μαζί, λέγεται για τις Χάριτες, σε Ευρ., Ανθ.
τρίζω (√ΤΡΙΓ), παρακ. τέτρῑγα (συνηθέστερο με σημασία ενεστ.), Επικ. μτχ. τετριγῶτες, αντί τετριγότες· λέγεται για ήχους που βγάζουν τα ζώα, τσιρίζω, ουρλιάζω, λέγεται για μικρά πτηνά ή νεοσσούς, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για νυκτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για φαντάσματα (δηλ. το θόρυβο που κάνουν οι ψυχές των πεθαμένων), τα οποία —στον Σαίξπηρ— «τσιρίζουν και μιλούν ασυνάρτητα», σε Όμηρ. κ.λπ. 2. λέγεται για άλλους ήχους, νῶτα τετρίγει (Επικ. υπερσ.) έτριξαν τα νώτα του παλαιστή, σε Ομήρ. Ιλ.· τρίζω τοὺς ὀδόντας, τρίζω τα δόντια, σε Κ.Δ.· λέγεται για χορδή μουσικού οργάνου, αντηχώ δυνατά, βγάζω οξύ ήχο, σε Ανθ. (ηχομιμ. λέξη).