Αποτελέσματα για: "Τ"
Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [1061 - 1080]
-
Τρᾱχίς, Ιων. Τρηχίς, -ῖνος, ἡ, αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, η οποία ονομάστηκε έτσι από την τραχειά ή ορεινή επιφάνεια (τραχύτης) της γύρω περιοχής, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίθ. Τρᾱχίνιος [ῑ], -α, -ον, Ιων. Τρηχ-, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, Τραχίνιος, -ον, σε Θεόκρ.· οἱ Τραχίνιοι, οι κάτοικοι της Τραχίνος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡΤραχινία, η χώρα της Τραχίνος, στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· η χώρα καλείται επίσης και Τραχίς, σε Θουκ.
-
τρᾰχύνω[ῡ], Ιων. τρηχ-· παρακ. τετράχῡκα — Παθ., αόρ. ἐτρᾱχύνθην, παρακ. τετράχυσμαι, απαρ. τετραχύνθαι· (τραχύς)· I. 1. κάνω κάτι τραχύ, άνισο, ανώμαλο, σε Πλάτ. — Παθ., γίνομαι τραχύς, στον ίδ.· τραχύνω τῇ φωνῇ, χρησιμοποιώ, βαρειά, τραχειά φωνή, σε Πλούτ. 2. στον Αισχύλ., τράχυνε, αναφέρεται στο αμέσως προηγούμενο, τραχύς γε μέντοι δῆμος, ονόμαζε αυτούς τραχείς, δεν με ενδιαφέρει. 3. μεταφ. στην Παθ., γίνομαι τραχύς, οργίζομαι, σε Πλάτ. II. αμτβ., γίνομαι τραχύς, σε Πλούτ.
-
τρᾰχύς, -εῖα, -ύ· Ιων. τρηχύς, θηλ. τρηχέα· ποιητ. θηλ. επίσης τρηχύς· I. 1. τραχύς, ανώμαλος, Λατ. asper, σε Όμηρ. κ.λπ.· ως επίθ. της Ιθάκης, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. Τραχίς· επίσης, τραχύς, δασύς, σε Ξεν.· λέγεται για χαλινάρι, κοφτερός, οξύς, στον ίδ.· λέγεται για τη φωνή των αγοριών όταν αρχίζει να γίνεται βραχνή και πιο ανδρική, σε Πλούτ. 2. τραχύς, σκληρός, άγριος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. επίρρ. τρᾱχέως, Ιων. τρηχέως, με σκληρότητα, σε Ηρόδ.· τραχέως ἔχειν, είμαι τραχύς, σε Ισοκρ.· τραχέως φέρειν, Λατ. aegre ferre, σε Πλούτ.
-
τρᾱχύ-στομος, -ον (στόμα), αυτός που μιλάει με τραχύτητα ή έχει δύσκολη, βαριά προφορά, σε Στράβ.
-
τρᾱχύτης, -ητος, ἡ (τραχύς)· 1. τραχύτητα, ανωμαλία, σε Ξεν.· κοφτερότητα, οξύτητα, λέγεται για χαλινάρι, στον ίδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, τραχύτητα, σκληρότητα, αγριότητα, ὀργῆς, σε Αισχύλ.
-
τράχω[ᾰ], Δωρ. αντί τρέχω.
-
τρᾱχών, -ῶνος, ὁ, τραχύ, ανώμαλο έδαφος, πετρώδης τόπος, σε Λουκ.· ομοίως, Τραχωνῖτις, -ιδος, ἡ, σε Κ.Δ. κ.λπ.
-
τρεῖς, οἱ, αἱ, τρία, τά, γεν. τριῶν, δοτ. τρισί, αιτ. τρεῖς, τρία· Λατ. tres, tria, σε Όμηρ. κ.λπ.
-
τρεισ-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τρια-καί-δεκα, τά, δεκατρείς, δεκατρία, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης γραμμένο ξεχωριστά, γεν. τριῶν καὶ δέκα, δοτ. τρισὶ καὶ δέκα κ.λπ.· επίσης χρησιμοποιείται και ο άκλιτος τύπος τρισκαίδεκα σε όλα τα γένη και σε όλες τις πτώσεις, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.
-
τρέμω, μόνο στον ενεστ. και παρατ., γʹ ενικ. Επικ. παρατ. τρέμε· Λατ. tremo, τρέμω, σείομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· με απαρ., τρέμω ή φοβάμαι να πράξω κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., τρέμω κάτι, το φοβάμαι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
-
τρεπτέον, ρημ. επίθ. του τρέπω, αυτό που κάποιος πρέπει να τρέψει, να γυρίσει, σε Αριστοφ.
-
τρέπω, μέλ. τρέψω, αόρ. ἔτρεψα, αόρ. βʹ ἔτρᾰπον, παρακ. τέτροφα, μεταγεν. τέτρᾰφα — Παθ., μέλ. τρᾰπήσομαι, αόρ. ἐτρέφθην, Ιων. απαρ. τραφθῆναι· αόρ. βʹ ἐτράπην [ᾰ], Επικ. υποτ. τραπείομεν αντί τραπῶμεν· παρακ. τέτραμμαι, γʹ πληθ. τετράφαται· γʹ ενικ. προστ. τετράφθω· γʹ ενικ. υπερσ. τέτραπτο, γʹ πληθ. τετράφατο· I. 1. στρέφω ή κατευθύνω προς κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυρίως ακολουθ. από πρόθ.· τρέπω τινὰ εἰς εὐνήν, τον βάζω να κοιμηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· τρέπω πόλεις εἰς ὕβριν, σε Θουκ.· τρέπω κεφαλὴν πρὸς ἠέλιον, σε Ομήρ. Οδ.· 2. Παθ., στρέφω τα βήματά μου, στρέφομαι προς κάποια διεύθυνση, τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα, περιφέρομαι πάνω κάτω στην Ελλάδα, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. πράγμ., τρέπεσθαι ὁδόν, ακολουθώ κάποια κατεύθυνση, σε Ηρόδ. 3. Παθ. επίσης, τρέπομαι σε κάτι, ἐς ἀοιδήν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐφ' ἁρπαγήν, σε Θουκ.· πρὸς λῃστείαν, στον ίδ. 4. Παθ. και Μέσ., λέγεται για τόπους, είμαι στραμμένος προς ή κοιτάζω προς κάποια συγκεκριμένη διεύθυνση, πρὸς ζόφον, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. στρέφω, δηλ. κάνω μεταβολή, μεταστρέφω, τρέπειν ἵππους, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ καλὰ τρέπω ἔξω, στρέφω την καλύτερη πλευρά προς τα έξω, σε Πίνδ. — Παθ., αἰχμὴ τράπετο, άκρη κάμφθηκε προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το ηλιοστάσιο, ἐπειδὰν ἐνχειμῶνι τράπηται ἥλιος (βλ. τροπή I), σε Ξεν. 2. τρέπω τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, στρέφω την κατηγορία, τον θυμό εναντίον κάποιου άλλου, σε Ισαίο, Δημ. — Παθ., λέγεται για κατάρες, ἐς κεφαλὴν τρέποιτο ἐμοί, ας πέσει στο κεφάλι μου!, σε Αριστοφ. 3. τρέπω σε άλλη διεύθυνση, αλλάζω, νόον, φρένας, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς γέλων τρέπω τὸ πρᾶγμα, σε Αριστοφ. — Παθ., μεταβάλλομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρεπόμενος τροπάς, που υφίσταται αλλαγές, σε Αισχίν. III. τρέπω σε φυγή, νικώ, κατατροπώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· τρέπωφύγαδε, Λατ. converetere in fugam, σε Ομήρ. Ιλ.· τρέπω ἐς φυγήν, σε Ευρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ., απομακρύνω κάποιον εχθρό από εμένα, σε Ξεν. — Παθ., τρέπομαι σε φυγή, ηττώμαι, σε Αισχύλ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., ἐς φυγὴν τραπέσθαι, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης αμτβ. στον Ενεργ. τύπο, φύγαδ' ἔτραπε, σε Ομήρ. Ιλ. IV. αποτρέπω, εμποδίζω, κωλύω, τρέπω τινὰ ἀπὸ τείχεος, στο ίδ.· βέλος ἔτραπεν ἄλλῃ, στο ίδ. V. όπως το ἀνατρέπω, σε Αισχύλ. VI. μετατρέπω, εφαρμόζω, προσαρμόζω, τρέπω τι ἐς ἄλλο τι, σε Ηρόδ.· ποῦ τέτροφας τὰς ἐμβάδας; τί έκανες τα παπούτσια σου; σε Αριστοφ. — Παθ., ποῖτρέπεται τὰ χρήματα; στον ίδ.
-
τρέσσα, Επικ. αντί ἔτρεσα, αόρ. αʹ του τρέω.
-
τρέφω, Δωρ. τράφω, μέλ. θρέψω, αόρ. ἔθρεψα, Επικ. θρέψα, αόρ. βʹ ἔτρᾰφον· παρακ. τέτροφα — Παθ., μέλ. τρᾰφήσομαι, αλλά κυρίως στη Μέσ. θρέψομαι· αόρ. ἐθρέφθην, αόρ. βʹ ἐτράφην [ᾰ], Επικ. τράφην, και γʹ πληθ. ἔτραφεν· παρακ. τέθραμμαι, απαρ. τεθράφθαι· I. συμπυκνώνω ή πήζω κάποιο υγρό, γάλα θρέψαι, να το πήξουμε, σε Ομήρ. Οδ.· τυρὸν τρέφειν, σε Θεόκρ. — Παθ., με Ενεργ. παρακ. τέτροφα, γίνομαι στερεός, περὶ χροU τέτροφεν ἅλκη, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. κάνω κάτι να μεγαλώσει ή να αυξηθεί, τρέφω, ανατρέφω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με σύστ. αιτ., τρέφω τινὰ τροφὴν τινα, ανατρέφω κάποιον μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, σε Ηρόδ. — Μέσ., ανατρέφω για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. — Παθ., ανατρέφομαι, αυξάνομαι, σε Όμηρ.· κάρτιστοι τράφεν ἄνδρες, ανέθρεψαν τους ισχυρότατους άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ ὅτου 'τράφην ἐγώ, από τη στιγμή που ανεξαρτητοποιήθηκα από την τροφό, σε Αριστοφ.· μιᾶςτρέφει πρὸς νυκτός, δηλ. διέρχεσαι την ζωή σου σε μια αδιάκοπη νύχτα, σε Σοφ. 2. λέγεται για δούλους, άλογα, σκύλους και άλλα παρόμοια, ανατρέφω και τα διατηρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· τρέφω παιδαγωγού, σε Αισχίν.· τρέφω γυναῖκα, σε Ευρ.· μεταφ., αἰγιαλὸν ἔνδον τρέφει, διατηρεί ολόκληρο αιγιαλό στο σπίτι του, σε Αριστοφ. — Παθ., τρέφομαι, ανατρέφομαι, σε Σοφ. 3. αφήνω κάτι να τραφεί, να αυξηθεί, να μεγαλώσει, ανατρέφω, χαίτην τρέφε, σε Ομήρ. Ιλ.· τρέφων ὑπήνην, σε Αριστοφ.· τρέφω κόμην = κομᾶν, σε Ηρόδ.· επίσης, τάδ' ὕεσσι τρέφει ἀλοιφήν, αυτά είναι που συντελούν στην πάχυνση των γουρουνιών, σε Ομήρ. Οδ. 4. λέγεται για τη γη και τη θάλασσα, τρέφω, παράγω, είμαι πλήρης κάποιου, είμαι γεμάτος από, χθὼν τρέφει φάρμακα, στο ίδ.· θάλασσα τρέφουσα πορφύραν, σε Αισχύλ. 5. έχω μέσα μου, περιλαμβάνω, περιέχω, ὅ τι πόλις τέτροφεν ἄφιλον, σε Σοφ.· τρέφειν τὴν γλῶσσαν ἡσυχωτέραν, κρατά τη γλώσσα του πιο ήσυχη, στον ίδ.· νόσοντρέφω, στον ίδ.· οἵας λατρείας τρέφει, όποιες υπηρεσίες συνεχώς εκτελεί, στον ίδ. III. διατηρώ, υποστηρίζω, τρέφω Ἥλιος φύσιν, σε Αισχύλ.· τρέφω τὸν πατέρα, σε Αισχίν.· κυρίως, διατηρώ στρατό ή ναυτικό, σε Θουκ., Ξεν. IV. 1. Ενεργ. αορ. βʹ με αμτβ. σημασία, ἔτραφον = Παθ. ἐτράφην, nς ἔτραφ' ἄριστος, σε Ομήρ. Ιλ.· τραφέμεν (Ιων. αντί τραφεῖν), σε Όμηρ. 2. ομοίως ο παρακ. τέτροφα, βλ. ανωτ.
-
τρέχνος, -εος, τό, κλαδάκι, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
-
τρέχω, Δωρ. τράχω, μέλ. θρέξομαι, αόρ. ἔθρεξα, Ιων. θρέξασκον· επίσης (από √ΔΡΕΜ ή ΔΡΑΜ), μέλ. δρᾰμοῦμαι, Ιων. δραμέομαι, αόρ. βʹ ἔδρᾰμον, παρακ. δεδράμηκα [ᾰ], ποιητ. παρακ. δέδρομα — Παθ., παρακ. δεδράμημαι· I. τρέχω, Λατ. curro, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πράγματα, κινούμαι γρήγορα, σε Όμηρ. κ.λπ. II. με αιτ. τόπου, ξεχειλίζω, σε Ευρ., Ξεν. III. 1. με σύστ. αιτ., τρέχω δρόμον ἀγῶνα, τρέχω έναν αγώνα δρόμου, σε Ευρ. κ.λπ.· συχνά μεταφ., ἀγῶνα δραμοῦμαι, διακινδυνεύω, στον ίδ.· πολλοὺς ἀγῶνας δραμεῖν περὶ σφέων αὐτέων, διακινδυνεύουν πολλά για τη σωτηρία τους, σε Ηρόδ.· ενίοτε η αιτ. παραλείπεται, τρέχω περὶ ἑωυτοῦ, διακινδυνεύει την ίδια του την ζωή, στον ίδ.· τρέχωπερὶ τῆς νίκης, σε Ξεν. 2. παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, λίγο ἔλειψε να νικήσει, σε Ηρόδ.
-
τρέω, απαρ. τρεῖν, αόρ. ἔτρεσα, Επικ. τρέσσα· το ρήμα ποτέ δεν συναιρείται, εκτός αν η συναίρεση γίνεται σε -ει· I. τρέπομαι σε φυγή από φόβο, φεύγω μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ τρέσας, χωρίς φόβο, σε Αισχύλ.· οὐδὲν τρέσας, σε Πλάτ.· τρέσας, χρησιμ. ως ουσ., αυτός που τρέπεται σε φυγή, δειλός, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἀριστόδημος ὁ τρέσας, σε Ηρόδ. II. μτβ., φεύγω μακριά από κάποιον, φοβάμαι κάποιον, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ., Ξεν.
-
τρῆμα, -ατος, τό (τε-τραίνω), οπή, άνοιγμα, τρύπα, ρήγμα, Λατ. foramen, σε Αριστοφ., Πλάτ.
-
τρημᾰτόεις, -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος πόρους, σε Ανθ.
-
τρήρων, -ωνος, ὁ, ἡ (τρέω), αυτός που τρέμει, ντροπαλός, δειλός, σε Όμηρ.