Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [901 - 920]
-
σπονδεῖος, -α, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται κατά τη σπονδή· σπονδεῖος (ενν. πούς), ὁ, λέγεται στη μετρική, σπονδείος, μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές· το κατάλληλο μέτρο για τις αργές μελωδίες που ερμηνεύονταν κατά τις σπονδές, συνθήκες (σπονδαί).
-
σπονδή, ἡ (σπένδω),· I. προσφορά ποτού, δηλ. κρασί που έχυναν πριν πιουν οι αρχαίοι προς τιμή των θεών, Λατ. libatio, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· σπονδὰς θεοῖς λείβειν, σπένδειν, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. στον πληθ. οι σπονδαὶ ήταν επίσημη συνθήκη ή εκεχειρία (διότι οι επίσημες προσφορές ποτού γίνονταν με την επίτευξη των συνθηκών)· σπονδαὶ ἄκρητοι, συνθήκη που επικυρώνεται χύνοντας κρασί που δεν ήταν αναμεμειγμένο με νερό, σε Ομήρ. Ιλ.· αἱ Λακεδαιμονίων σπονδαί, η ανακωχή μ' αυτούς, σε Θουκ.· σπονδὰς παραδιδόναι, σε Αριστοφ.· δέχεσθαι, σε Θουκ.· τυχεῖν, σε Ξεν.· σπονδὰς ποιεῖσθαί τινι, συνάπτω συνθήκη με κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Αριστοφ.· σπονδὰς τέμνειν (όπως το ὅρκια τέμνειν), σε Ευρ.· σπονδὰς ἄγειν πρός τινας, σε Θουκ. 2. αἱ Ὀλυμπικαὶ σπονδαί, επίσημη ανακωχή ή εκεχειρία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, στον ίδ. 3. ανακωχή καθ' εαυτήν, το κείμενό της, εἴρηται ἐν ταῖς σπονδαῖς, στον ίδ.
-
σπονδῖτις, -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προσφέρει σπονδή, σε Ανθ.
-
σπονδο-φόρος, ὁ (φέρω), I. αυτός που φέρνει προτάσεις για συνθήκη ή συμφωνία ειρήνης (σπονδαί), σε Αριστοφ. II. κήρυκας ή αξιωματούχος που δημοσιοποιούσε τις ιερές σπονδές (σπονδαί), την εκεχειρία για τους Ολυμπιακούς και τους άλλους αθλητικούς αγώνες, σε Πίνδ. κ.λπ.
-
σπονδύλη, σπόνδῠλος, βλ. σφονδ-.
-
σπορά, ἡ (σπείρω), I. 1. σπορά, σε Πλάτ.· λέγεται για παιδιά, γενιά, καταγωγή, γόνος, σπόρος, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. καιρός σποράς, σε Ευρ. II. σπόρος που έχει σπαρεί, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, γενιά, απόγονοι, σε Σοφ.· γενικά, θῆλυς σπορά, θηλυκό γένος, σε Ευρ.
-
σποράδην[ᾰ], επίρρ., σποραδικά, εδώ κι εκεί, σκόρπια, Λατ. sparsim, σε Θουκ., Πλάτ.· περιστασιακά, τυχαία, συμπτωματικά, σε Ανθ.
-
σπορᾰδικός, -ή, -όν, διασκορπισμένος, διάσπαρτος· τὰ σποραδικὰ ζῷα, αντίθ. προς τὰ ἀγελαῖα (αυτά που πηγαίνουν κοπαδιαστά), σε Αριστ.
-
σποραῖος, -α, -ον, = σπόριμος· σποραῖα, τά, σπόροι, σε Βάβρ.
-
σποράς, -άδος, ὁ, ἡ (σπείρω), κατά κανόνα στον πληθ., διασκορπισμένος, διεσπαρμένος, διάσπαρτος, σκόρπιος, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ανθρώπους, σποράδες ᾤκουν, δηλ. όχι σε κοινότητες, σε Αριστ.· αἱ Σποράδες (ενν. νῆσοι), νησιά απέναντι από τη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας, σε αντίθ. προς το αἱ Κυκλάδες, σε Στράβ.
-
σπορητός, -οῦ, ὁ (σπορά), 1. σπαρμένα σιτηρά, σιτηρά που φύονται, σε Αισχύλ. 2. η σπορά σιτηρών, σε Ξεν.
-
σπόριμος, -ον (σπείρω), αυτός που έχει σπαρεί, αυτός τον οποίον μπορεί κάποιος να σπείρει, κατάλληλος για σπορά, σε Ξεν., Θεόκρ.· τὰ σπόριμα, αγροί που είναι σπαρμένοι με σιτηρά, σε Κ.Δ.· μέτρον σπόριμον, μέτρο για τους κόκκους σιτηρών που προορίζονται για σπορά, σε Ανθ.
-
σπόρος, ὁ (σπείρω), I. 1. πράξη, ενέργεια της σποράς, σπορά, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. 2. εποχή σποράς, σε Ξεν., Θεόκρ. II. 1. σπόρος, σε Θεόκρ. 2. παραγωγή, γέννημα, καρποί, συγκομιδή, σοδειά, σε Ηρόδ., Σοφ.
-
σπόρω, Δωρ. γεν. του σπόρος.
-
σποῦ, στη Σκυθική λέξη, μάτι, σε Ηρόδ.
-
σπουδάζω, μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ἐσπούδασα, παρακ. ἐσπούδακα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσπουδάσθην, παρακ. ἐσπούδασμαι· I. αμτβ., σπεύδω, επείγομαι· 1. λέγεται για πράγματα, είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι, ασχολούμαι, είμαι πρόθυμος, επιμελούμαι, διακατέχομαι από ζήλο, επιδεικνύω θέρμη να κάνω κάτι, με απαρ., σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, σπουδάζω περί τινος ή τι, σε Ξεν., Πλάτ.· εἴς ή πρός τι, σε Δημ.· ἐπί τινι, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα, σπουδάζω πρός τινα, είμαι απασχολημένος με κάποιον, σε Πλάτ.· σπουδάζω περί τινα, είμαι ανήσυχος, ενδιαφέρομαι για την επιτυχία του, ενεργώ για χάρη κάποιου, σε Ξεν.· ὑπέρ τινος, σε Δημ. 3. απόλ. είμαι σπουδαίος, σοβαρός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἐσπουδακότι προσώπῳ, έχοντας σοβαρή έκφραση, σε Ξεν. II. μτβ.· 1. με αιτ. πράγμ., κάνω οτιδήποτε βιαστικά ή πρόθυμα, προθυμοποιούμαι, φιλοτιμούμαι, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., επιδιώκομαι με ζήλο, σε Ευρ. κ.λπ.· ιδίως, σε μτχ. παρακ., σοβαρός, σημαντικός, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. Παθ., λέγεται επίσης, για πρόσωπα, αντιμετωπίζομαι με σεβασμό, είμαι σεβαστός, σε Αριστ. κ.λπ.
-
σπουδαιο-λογέω, μέλ. -ήσω (λέγω), μιλώ σοβαρά, πραγματεύομαι σοβαρά ζητήματα, σε Ξεν.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., αντιμετωπίζομαι με σοβαρότητα, συζητώ σοβαρά, στον ίδ.
-
σπουδαῖος, -α, -ον (σπουδή), I. 1. λέγεται για πρόσωπα, σοβαρός, αυτός που φέρεται με σπουδαιότητα, σε Ξεν.· ενεργητικός, ένθερμος, ζηλωτής, σε Πλούτ. 2. καλός, χρηστός, αυτός που υπερέχει στο είδος του ή στο επάγγελμά του, σε Ηρόδ., Πλάτ.· σπουδαῖος τὴν τέχνην, σε Ξεν. 3. λέγεται για άντρες που έχουν ιδιαίτερη προσωπικότητα και σπουδαιότητα, στον ίδ. 4. με ηθική έννοια, καλός, χρηστός, δίκαιος, ηθικός, αγαθός, σε αντίθ. προς το πονηρός, στον ίδ. II. 1. λέγεται για πράγματα, αυτός που αξίζει την προσοχή κάποιου, αξιόλογος, αξιοσημείωτος, σοβαρός, σημαντικός, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ. 2. καλός στο είδος του, αυτός που υπερέχει, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. επίρρ., σπουδαίως, σοβαρά, επιμελώς, σε βάθος, με σπουδαιότητα, καλά, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. -ότερον, στον ίδ.· υπερθ. -ότατα, πολύ προσεκτικά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, σε Ηρόδ. Υπάρχουν επίσης ανώμ. συγκρ. και υπερθ. σπουδαι-έστερος, -έστατος.
-
σπουδ-άρχης, -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που ενεργεί δυναμικά, που πασχίζει να καταλάβει δημόσιο αξίωμα, θεσιθήρας, σε Ξεν.
-
σπουδαρχία, ἡ, υπερβολική προθυμία για την κατάληψη δημοσίου αξίωματος, θεσιθηρία, Λατ. ambitus, σε Πλούτ.