Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [841 - 860]
-
σπᾰτίλη[ῑ], ἡ, περίττωμα, έκκριση, ακαθαρσία, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το σκώρ, σκατός).
-
σπάω, μέλ. σπάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔσπασα, Επικ. σπάσα· παρακ. ἔσπακα — Μέσ., μέλ. σπάσομαι, αόρ. αʹ ἐσπασάμην, Επικ. σπασάμην, Επικ. βʹ πληθ. σπάσσασθε, μτχ. σπασσάμενος — Παθ., μέλ. σπασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσπάσθην, παρακ. ἔσπασμαι· I. 1. λέγεται για ξίφος, τραβώ το ξίφος από τη θήκη, εξάγω, βγάζω τραβώντας, σύρω, σε Ευρ.· κατά κανόνα στη Μέσ., σε Όμηρ. — Παθ., σύρομαι, έλκομαι, εξάγομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐσπασμένοι τὰ ξίφη, έχοντας τραβήξει τα ξίφη τους, σε Ξεν. 2. πάλον σπᾶν, τραβώ κλήρο (από την περικεφαλαία), σε Αισχύλ. 3. απόλ., σύρω, σηκώνω, σπᾶτ' ἀνδρείως, σύρετε, σηκώνετε σαν άντρες. II. 1. λέγεται για βίαιες πράξεις, μαδώ, ανασπώ, αφαιρώ, ξεριζώνω, κόμην, σε Σοφ. 2. όπως το σπαράσσω, ξεσχίζω, κατακομματιάζω, λέγεται για θηρία, σε Σοφ. 3. συστρέφω, στραμπουλίζω, τεντώνω βίαια, εξαρθρώνω — Παθ., τὸν μωρὸν σπασθῆναι, σε Ηρόδ. 4. αρπάζω, αποσχίζω με βία, αποσπώ, αφαιρώ, σε Ευρ. 5. μεταφ., παρασύρω, απομακρύνω, σε Σοφ., Πλάτ. 6. Παθ., συσπώμαι, τινάζομαι σπασμωδικά, σε Σοφ. III. απομυζώ, θηλάζω, ρουφώ, βυζαίνω, σε Αισχύλ., Ευρ. IV. 1. σύρω κρατώντας σφιχτά, τραβώ τα ηνία, σε Ξεν. 2. λέγεται για την αλιεία· απ' όπου, παροιμ., οὐκ ἔσπασεν ταύτῃ γε, δεν έπιασε τίποτε σύροντας την πετονιά, σε Αριστοφ. V. υιοθετώ, οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, σε Ανθ.
-
σπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἕπω.
-
σπεῖο, Επικ. αντί σπέο· σποῦ, προστ. αορ. βʹ του ἕπομαι.
-
σπεῖος, τό, Επικ. αντί σπέος.
-
σπεῖρα, ἡ, Λατ. spira, I. 1. οτιδήποτε έχει συστραφεί ελικοειδώς ή περιτυλιχθεί· στον πληθ., οι έλικες, το κουλούριασμα, το τύλιγμα του φιδιού, σε Ευρ.· επίσης, σπείραις δικτυοκλώστοις, με τους ελιγμούς του διχτιού, σε Σοφ. 2. σπεῖραι βόειαι, ιμάντες ή λωρίδες από δέρμα βοδιού που τυλίγονταν γύρω από τη γροθιά του πυγμάχου, Λατ. caestus, σε Θεόκρ. II. ένοπλο σώμα ανδρών, το Ρωμαϊκό manipulus, δύο εκαντονταρχίες, ρωμαϊκή σπείρα, σε Πολύβ.· επίσης, κοόρτη, το δέκατο της ρωμαϊκής λεγεώνας, σε Κ.Δ.
-
σπείρᾱμα, Ιων. -ημα, -ατος, τό, ελικοειδής συστροφή, ελιγμός, κουλούριασμα, τύλιγμα, σύσπαση, σε Αισχύλ.· αἰῶνος σπείραμα, χρονική περίοδος, χρονικός κύκλος, σε Ανθ.
-
σπειράομαι (σπεῖρα), Παθ., συσπειρώνομαι, κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι, περιτυλίγομαι.
-
σπειρηδόν, επίρρ.· I. ελικοειδώς, κατά σπείρες, σπειροειδώς, σε Ανθ. II. (σπεῖρα II), λέγεται για στρατεύματα, κατά σπείρες ή διλοχίες, κατά λόχους, ανά τριάντα, σε Πολύβ.
-
σπείρημα, Ιων. αντί σπείραμα.
-
σπειρίον, τό, υποκορ. του σπεῖρον, ελαφρύ, θερινό ένδυμα, σε Ξεν.
-
σπεῖρον, τό, κομμάτι υφάσματος, εἴλυμα σπείρων, ύφασμα που περιτυλίγεται, περίβλημα, σε Ομήρ. Οδ.· κακὰσπεῖρα, άθλια ενδύματα, στο ίδ.· ἄτερ σπείρου, χωρίς σάβανο, στο ίδ.· επίσης, ιστίο, στο ίδ.
-
σπειρ-οῦχος, ὁ (ἔχω), αυτός που σχηματίζει κύκλο, διαβήτης, σε Ανθ.
-
σπείρω, Ιων. παρατ. σπείρεσκον, μέλ. σπερῶ, αόρ. αʹ ἔσπειρα, παρακ. ἔσπαρκα — Παθ., αόρ. βʹ ἐσπάρην [ᾰ], παρακ. ἔσπαρμαι· σπέρνω· I. 1. σπέρνω σπόρο, σε Ησίοδ., Αττ. 2. σπέρνω παιδιά, γεννώ, τα φέρνω στη ζωή, σε Σοφ. — Παθ., γεννιέμαι, στον ίδ., σε Ευρ. 3. διασκορπίζω όπως τον σπόρο, διασπείρω, σκορπίζω, διαδίδω, εξαπλώνω· χρυσὸν καὶ ἄργυρον, σε Ηρόδ.· δρόσον, σε Ευρ.· εξαπλώνω, επεκτείνω, όπως το spargere vocesτου Βιργ., σε Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, σε Ευρ., Θουκ. II. 1. σπέρνω έναν αγρό, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· Παθ., ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος, το αρόσιμο τμήμα της Αιγύπτου, σε Ηρόδ. 2. παροιμ., πόντον σπείρειν, λέγεται για τη ματαιοπονία, σε Θέογν.
-
σπεῖσαι, απαρ. αορ. αʹ του σπένδω· σπείσασκε, Επικ. γʹ ενικ.
-
σπεκουλάτωρ, -ορος, ὁ, Λατ. speculator, ένας από τους σωματοφύλακες, σε Κ.Δ.
-
σπένδω, Επικ. βʹ ενικ. σπένδῃσθα· Ιων. παρατ. σπένδεσκον· μέλ. σπείσω, αόρ. αʹ ἔσπεισα, Επικ. σπεῖσα, Ιων. γʹ ενικ. σπείσασκε· παρακ. ἔσπεικα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐσπεισάμην, Επικ. αʹ πληθ. υποτ. σπείσομεν αντί σπείσωμεν — Παθ., αόρ. αʹ ἐσπείσθην· παρακ. ἔσπεισμαι (που χρησιμ. τόσο με Μέσ. όσο και Παθ. σημασία)· I. 1. χύνω κρασί από το ποτήρι μου πριν πιω ως προσφορά στους θεούς, Λατ. libare, σε Όμηρ.· σπένδων οἶνον, χύνω κρασί από το ποτήρι μου, σε Όμηρ.· λοιβάς, σε Σοφ.· σπονδάς, χοάς, σε Ευρ.· ελλειπτ., σπένδω ἀγαθοῦ δαίμονος (ενν. σπονδήν), προσφέρω σπονδή προς τιμήν μιας ευμενούς θεότητας, σε Αριστοφ.· σπανίως με δοτ. πράγμ., ὕδατι σπένδω, προσφέρω σπονδή με νερό, σε Ομήρ. Οδ.· στην Κ.Δ. η Παθ. χρησιμ. μεταφορικά για ένα πρόσωπο, σπένδομαι ἐπὶ τῇ θυσίᾳ, προσφέρομαι ως σπονδή κατά τη θυσία. 2. λέγεται χωρίς καμία θρησκευτική σημασία, χύνω κάποιο υγρό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. II. Μέσ., κάνω σπονδές από κοινού με κάποιον άλλο και, καθώς αυτό ήταν έθιμο κατά τη συνομολόγηση συνθηκών, συνομολογώ συνθήκη, συνάπτω ειρήνη, συνθηκολογώ, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· σπένδεσθαί τινι, συνομολογώ ειρήνη με κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, σπένδω πρός τινα, σε Θουκ. κ.λπ.· σπένδεσθαι τῇ πρεσβείᾳ, υπόσχομαι ασφάλεια στα μέλη της πρεσβείας, σε Αισχίν.· με αιτ., εἰρήνην σπεισάμενοι Λακεδαιμονίοισι, αφού συνήψαν και καθιέρωσαν με σπονδές ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, σε Ηρόδ.· ἐσπεῖσθαι νεῖκος, κατευνάζω μια διαμάχη, σε Ευρ.· σπένδω ἀναίρεσιν τοῖς νεκροῖς, επιτυγχάνω ανακωχή για την ανακομιδή των νεκρών, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για συνθήκη, επιτυγχάνω, συνομολογώ συνθήκη, στον ίδ.
-
σπέος, Επικ. σπεῖος, τό, σπηλιά, σπήλαιο, άντρο, λημέρι, σε Όμηρ.· ως προς τον τύπο σπέος, ο Όμηρ. χρησιμ. μόνον ονομ. και αιτ. ενικ., με Επικ. δοτ. σπῆι· ως προς τον τύπο σπεῖος, αιτ. ενικ., γεν. σπείους, δοτ. πληθ. σπέσσι και σπήεσσι· γεν. πληθ. σπείων, σε Ομηρ. Ύμν.
-
σπέρμα, -ατος, τό (σπείρω), αυτό που σπείρεται, σπέρμα, σπόρος, κόκκος· I. 1. σπόρος των φυτών, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, λέγεται για το σπέρμα των ζώων, σε Πίνδ., Ευρ. 2. μεταφ., λέγεται για το σπέρμα, την προέλευση, την πρώτη αρχή, το αρχικό σημείο οποιουδήποτε πράγματος, σπέρμα πυρός, σε Ομήρ. Οδ.· φλογός, σε Πίνδ.· κακῶν, σε Δημ. II. 1. σπέρμα, γόνος, γένος, απόγονοι, σε Τραγ. κ.λπ. 2. φυλή, καταγωγή, γενιά, στο ίδ.
-
σπερμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, σπέρνω, γονιμοποιώ· γεννώ, παιδοποιώ, τεκνοποιώ, σε Ησίοδ.