Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [41 - 60]
σάκτωρ, -ορος, (σάττω), αυτός που φορτώνει, που συσκευάζει· Ἅιδου σάκτωρ, αυτός που επισωρεύει και γεμίζει τον Κάτω Κόσμο με νεκρούς, σε Αισχύλ.
σακχ-ῠφάντης, -ου, (σάκκος, ὑφαίνω), αυτός που υφαίνει ύφασμα από τρίχες κατσίκας, σακόπανα ή λινάτσες· αυτός που υφαίνει πανιά πλοίου, σε Δημ.
σᾰλάκων, -ωνος, , λέξη αμφίβ. προέλ.· αλαζόνας, κομπορρήμων, ματαιόδοξος, ξιπασμένος.
Σᾰλᾰμῑν-ᾰφέτης, -ου, , προδότης της Σαλαμίνας, σε Σόλωνα.
Σᾰλᾰμίνιος, , -ον, επίσης -ος, -ον, I. Σαλαμίνιος, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σαλαμίνα, σε Ηρόδ. II. Σαλαμινία (ενν. ναῦς), , ένα από τα ιερά πλοία των Αθηνών, σε Αριστοφ., Θουκ.· βλ. παράλος III.
Σᾰλᾰμίς ή Σᾰλᾰμίν[ῑ], γεν. -ῖνος, , I. η Σαλαμίνα, νησί του Σαρωνικού Κόλπου απέναντι από την Αθήνα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. πόλη της Κύπρου που ιδρύθηκε από τον Τεύκρο τον Σαλαμίνιο, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.
σάλασσα, Δωρ. αντί θάλασσα.
σᾰλάσσω, υπερφορτώνω, παραφορτώνω, παραγεμίζω· σεσαλαγμένος, σε Ανθ.
σᾰλεύω αόρ. αʹ ἐσάλευσαΠαθ., μέλ. σαλευθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσαλεύθην, παρακ. σεσάλευμαι· (σάλοςI. κάνω κάτι να σείεται, να δονείται, κουνάω εδώ κι εκεί, ταλαντώνω, ταράζω, πάλλω, τραντάζω, σε Ευρ., Ανθ.· σαλεύω τοὺς ὄχλους, τους υποκινώ, σε Κ.Δ.Παθ., κουνιέμαι πέρα δώθε, κλυδωνίζομαι, δονούμαι, ταλαντεύομαι, τρεκλίζω· χθὼν σεσάλευται, σε Αισχύλ. II. αμτβ., κινούμαι πάνω-κάτω, περιστρέφομαι, αναταράζομαι, κυμαίνομαι, παραδέρνω στη φουρτούνα, σκαμπανεβάζω, όπως στη θάλασσα, σε Ξεν.· μεταφ., 1. κλυδωνίζομαι όπως το πλοίο στη θάλασσα, βρίσκομαι σε κατάσταση τρικυμίας, είμαι φουρτουνιασμένος, βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική αναταραχή, σε Σοφ., Ευρ. 2. λέγεται για πλοίο επίσης, είμαι αγκυροβολημένος· μεταφ., σαλεύω ἐπί τινι, κρέμομαι στα χέρια του φίλου μου, στηρίζομαι, βασίζομαι σ' αυτόν, σε Πλούτ.
σάλος[ᾰ], , I. οποιαδήποτε ασταθής κίνηση που προκαλεί δονήσεις, ταλάντωση, κλυδωνισμός, λέγεται για σεισμό, σε Ευρ.· αναταραχή ή τα φουσκωμένα κύματα της θάλασσας, θαλασσοταραχή, φουρτούνα, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., πόντιοι σάλοι, στον ίδ. II. λέγεται για πλοία ή ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε πλοία, θαλασσοταραχή, κούνημα, κλυδωνισμός, σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για την πολιτεία που παρομοιάζεται με πλοίο, αναταραχή, κλυδωνισμός, στον ίδ.· βρίσκομαι σε αναταραχή, ανησυχώ, αμφιταλαντεύομαι, σε Πλούτ.
σαλπιγγο-λογχ-ῠπηνάδαι, οἱ (σάλπιγξ, λόγχη, ὑπήνη), οι σαλπιγκτές που έχουν λογχοειδείς φαβορίτες ή γενειάδες, σε Αριστοφ.
σαλπιγκτής, -οῦ, , αυτός που δίνει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα, σε Θουκ., Ξεν.
σάλπιγξ, -ιγγος, , I. πολεμικό πνευστό μουσικό όργανο μέσω του οποίου δίνονταν τα παραγγέλματα στο στράτευμα· γενικά, πνευστό μουσικό όργανο, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.· μεταφ., Πιερικὰ σ., λέγεται για τον Πίνδαρο, σε Ανθ. II. το κάλεσμα της τρομπέτας, παρά Αριστ.
σαλπίζω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐσάλπιγξα, Επικ. σάλπιγξα, επίσης ἐσάλπισα· φυσώ ώστε να ηχήσει η σάλπιγγα, δίνω σινιάλο μέσω της σάλπιγγας, σε Ξεν.· με σύστ. αιτ., σαλπίζω ῥυθμούς, στον ίδ.· πρβλ. ἀνακλητικός· μεταφ., ἀμφὶ δὲ σάλπιγξεν οὐρανός, ο ουρανός σήμανε τριγύρω, λέγεται για τον κεραυνό σαν να σηματοδοτεί, να κηρύττει τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· απρόσ., ἐπεὶ ἐσάλπιγξε (ενν. ὁ σαλπιγκτής), όταν ήχησε η τρομπέτα, σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
σᾶμα, -ατος, τό, Δωρ. αντί σῆμα, μνήμα, τάφος.
Σάμαινα, (Σάμος), πλοίο που ναυπηγήθηκε στη Σάμο, σε Πλούτ.
σᾱμαίνω, Δωρ. αντί σημαίνω.
Σᾰμᾰρεία, , η Σαμάρεια, πόλη της Παλαιστίνης· Σαμαρείτης, -ου, , ο κάτοικος της Σαμάρειας, σε Κ.Δ. κ.λπ.· θηλ. -ῖτις (ήεῖτις), -ιδος, στο ίδ.
σάμβᾰλον, τό, Αιολ. αντί σάνδαλον, σανδάλι, πέδιλο, σε Ανθ.
σαμβύκη[ῡ], , I. τριγωνικό μουσικό όργανο με τέσσερις χορδές, Λατ. sambuca, σε Αριστ. II. πολεμική μηχανή παρόμοιου σχήματος που χρησίμευε στις πολιορκίες, σε Πλούτ.